Η δραστική μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αξιοποίηση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάπτυξης, η (υπό) στήριξη της “μεσαίας” επιχειρηματικότητας και η μετάβαση στη νέα-ψηφιακή- εποχή είναι τα κύρια τέσσερα στοιχήματα που θα κληθεί να κερδίσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, το 2021.
Και αν το 2020 θεωρήθηκε έτος “κρησάρα” που έπρεπε να ξεπεράσει το σύστημα προκειμένου να αρχίσει να (ξανά) στηρίζεται σε ίδιες δυνάμεις, το 2021 θα είναι το κρίσιμο έτος που θα φανεί εάν μπορεί να (ξανά) αποτελέσει βασική πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, της πραγματικής οικονομίας, των νοικοκυριών.
Με ορίζοντα το τέλος του 2022, οπότε και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να έχει πλησιάσει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η πιστωτική επέκταση να έχει αποκτήσει σταθερή ροή και το μεγαλύτερο μέρος της προβληματικής επιχειρηματικότητας να έχει εξυγιανθεί ή κλείσει ή αναδιαρθρωθεί.
Βασικοί αρωγοί σε αυτή την τιτάνια προσπάθεια, αφ΄ενός η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια ( το κόστος χρήματος) τουλάχιστον μέχρι και τον Μάρτιο του 2022, αφ΄ετέρου η Κοινότητα μέσω των κονδυλίων που θα χορηγεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και των άλλων Προγραμμάτων στήριξης.
Η ρευστότητα από την Φρανκφούρτη προς την Αθήνα ήταν απρόσκοπτη (ειδικά από τον Μάρτιο και μετά) κυρίως μέσω των “στοχευμένων χρηματοδοτήσεων” διαθέτοντας περισσότερα από 40 δισ. με τους συστημικούς ομίλους να αντλούν κεφάλαια πολλαπλάσια σε σχέση με το 2019.
Για το 2021 η ΕΚΤ προτρέπει το banking να αξιοποιήσει 50% περισσότερες ροές (από τα TLTROs) προς τις ΜμΕπιχειρήσεις μέσω προγραμμάτων εξυγίανσης, αναχρηματοδότησης/αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων/δανείων, ενώ ενισχυμένα θα είναι και προγράμματα (ανάλογα με τα ΤΕΠΙΧ).
Εάν οι συνολικές αγορές ελληνικών τίτλων (στο πλαίσιο του ΡΕΡΡ) φθάσουν τα 35 με 40 δισ. (έχουν καλυφθεί περί τα 19 δισ.) τότε στην επιχειρηματικότητα θα μπορούσε να περάσουν επιπλέον 2 με 3 συνολικά 8 με 10 δισ. (σε καθαρούς όρους χρηματοδότησης).
Οπως φάνηκε πέρυσι, οι τράπεζες πολύ δύσκολα δανείζουν μία προβληματική επιχείρηση, μία εταιρεία που δεν διαθέτει ανάλογες εγγυήσεις/καλύψεις ενώ οι ισχυρές, υγιείς επιχειρήσεις έχουν εξασφαλισμένες γραμμές χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους συν τη δυνατότητα να προσφύγουν στην εσωτερική ή και την διεθνή αγορά κεφαλαίων.
Για αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων (που καλύπτουν το, σχεδόν, 70% των θέσεων εργασίας και πάνω από το 80% της καθαρής/λειτουργικής κερδοφορίας) το θετικό είναι πως και το 2021 θα έχουν πρόσβαση σε “φθηνό χρήμα”. Ανάλογα δε με το spread και το “κόστος” του κρατικού ομολόγου θα μπορεί να γίνει ακόμη φθηνότερο (κατά 50 μ.β). Αυτό γιατί πέρυσι το spread ήταν στο 1,5% φέτος έχει πέσει στο 0,50% και του χρόνου μπορεί να είναι στο 0,25% ή και χαμηλότερα.
Πρακτικά αυτό διασφαλίζει ένα κόστος χρήματος (για τις ισχυρές/υγιείς επιχειρήσεις) γύρω στο 3% (με το αντίστοιχο κόστος εταιρικού ομολόγου της ίδιας επιχείρησης στο 2,5%), τη δυνατότητα άμεσης προσφυγής στην “εσωτερική αγορά εταιρικών ομολόγων” με ιστορικά χαμηλά κόστη.
……………………..
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 12/01/2021