Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές (6-9 Ιουνίου), με τις δημοσκοπήσεις στις χώρες μέλη της Κοινότητας να μην προοιωνίζονται θεαματικές αλλαγές ως προς τον ευρύτερο συσχετισμό των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων/μπλοκ στις Βρυξέλλες.
Σε μια συγκυρία κατά την οποία υπερθερμαίνονται ενεργά γεωπολιτικά μέτωπα και ανοίγουν νέα (ενδεικτικά οι εξελίξεις σε Κίνα-Ταϊβάν), στην Ευρώπη οι ελίτ ασχολούνται κυρίως με τις «καρέκλες» και ελάχιστα με τα ουσιώδη προβλήματα, με συνέπεια η Ευρώπη να σμικρύνεται στα περισσότερα θέματα.
Παράλληλα, στη Φραγκφούρτη, ετοιμάζονται για τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου, στην οποία, κατά πάσα βεβαιότητα, θα αποφασιστεί/ανακοινωθεί η πρώτη μείωση επιτοκίων.
Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις παραπέμπουν σε μείωση των 25 μονάδων βάσης (δηλαδή στο 3,75% από το 4%), με την κατακόρυφη αύξηση των επιτοκίων να έχει «τσακίσει» κυριολεκτικά επιχειρήσεις και νοικοκυριά, πολλαπλασιάζοντας το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους ενώ η απώλεια του πραγματικού εισοδήματός τους, λόγω του πληθωρισμού, συνεχίζεται.
Αντίθετα, τώρα, η μείωση του κόστους χρήματος κατά 0,25% τον Ιούνιο, που είναι αμφίβολο, σύμφωνα με τις δηλώσεις των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ, αν θα συνεχιστεί μέσα στο 2024, δεν αφορά καθόλου την ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, καθώς ήδη οι μειώσεις αυτές έχουν προεξοφληθεί από τις τράπεζες. Αυτές ήδη παραμένουν σταθερές στην απορρόφηση του τεράστιου spread, ειδικά στην Ελλάδα, μεταξύ του επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων πάνω από 5%.
Με άλλα λόγια, η μείωση των επιτοκίων του Ιουνίου από την ΕΚΤ, λίγο-πολύ, δεν αφορά τους ψηφοφόρους της 9ης Ιουνίου, αλλά έχει να κάνει με τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και του χρηματιστηρίου…
Αλλά ακόμη κι αν η ΕΚΤ προχωρήσει και σε δεύτερη μείωση (γίνεται λόγος για τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου, της τελευταίας για το 2024), το πρόβλημα για την ευρωπαϊκή οικονομία, συνακόλουθα και για την ελληνική, δυστυχώς, θα αμβλυνθεί ελάχιστα. Και με το ερώτημα κατά πόσον το αποτέλεσμα της κάλπης των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ (5 Νοεμβρίου) θα «επιτρέπει» στην Ευρώπη να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά.