Tο 6,8% του συνόλου των εξαγωγών προϊόντων της ελληνικής οικονομίας απορρόφησε η τουρκική οικονομία το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπορευματικών συναλλαγών της Ελλάδας που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Αυτό επισημαίνει η Eurobank στο δελτίο της 7 Ημέρες Οικονομία, στο οποίο παραθέτει τα μακροοικονομικά και μικροοικονομικά στοιχεία των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας με τη γείτονα χώρα, με αφορμή τις τρέχουσες χρηματοπιστωτικές εξελίξεις στην οικονομία της Τουρκίας.
Μεταξύ άλλων, οι αναλυτές της τράπεζας σημειώνουν πως το εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 2017 ήταν πλεονασματικό, λόγω της κατηγορίας των πετρελαιοειδών.
Αναλυτικά, το τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία:
Ως γνωστόν η Τουρκία μαζί με την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Βουλγαρία, την Κύπρο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) αποτελούν τις κυριότερες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών (βλέπε IMF Country Report No. 18/248, July 2018). Τη μερίδα του λέοντος στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας καταλαμβάνει η κατηγορία των αγαθών με τον μέσο όρο του σχετικού μεριδίου να διαμορφώνεται στο 80,5% την περίοδο 2010 – 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπορευματικών συναλλαγών της Ελλάδος που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το 2017 η τουρκική οικονομία απορρόφησε το 6,8% του συνόλου των εξαγωγών προϊόντων της ελληνικής οικονομίας.
1. Το εν λόγω μερίδιο αντιστοιχεί σε ένα πόσο της τάξης των €2,0 δις σε τρέχουσες τιμές (1,1% του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδος το 2017). Βάσει της μεθοδολογίας της Τυποποιημένης Ταξινόμησης του Διεθνούς Εμπορίου – SITC 1 (Standard International Trade Classification), τα μερίδια των επί μέρους κατηγοριών εμπορευμάτων επί του συνόλου των εξαγωγών αγαθών προς την Τουρκία το 2017 είχαν ως εξής: 2 ορυκτά καύσιμα, λιπαντικά κλπ 55,0% (44,9% μέσος όρος περιόδου 2001-2017), βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη 10,5% (11,1%), πρώτες ύλες μη εδώδιμες, εκτός από καύσιμα 9,8% (17,6%), χημικά προϊόντα και συναφή 9,6% (13,2%), μηχανήματα και υλικό μεταφορών 8,0% (6,5%), τρόφιμα και ζώα ζωντανά 3,0% (2,5%), διάφορα βιομηχανικά είδη 2,8% (2,6%), είδη και συναλλαγές μη ταξινομημένα κατά κατηγορίες 0,7% (0,3%), ποτά και καπνός 0,5% (1,1%) και λάδια και λίπη ζωικής η φυτικής προέλευσης 0,0% (0,3%).
Oι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων προς την Τουρκία σημείωσαν υψηλή αύξηση τα τελευταία 16 χρόνια καταγράφοντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της τάξης του 14,4 YoY% (από €393,9 εκατ. το 2001 στα €1.952,6 εκατ. το 2017). 3 Το αντίστοιχο μέγεθος για την κατηγορία των ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών ήταν 28,7 YoY% (από €127,7 εκατ. το 2001 στα €1.074,3 εκατ. το 2017). 4 Τέλος εξαιρουμένης της προαναφερθείσας κατηγορίας η μέση ετήσια αύξηση των εξαγωγών προϊόντων προς την Τουρκία ήταν 8,6 YoY% (από €266,2 εκατ. το 2001 στα €878,3 εκατ. Το 2017).
Ποιος είναι ο βασικός ερμηνευτικός παράγοντας για την ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων προς την Τουρκία;
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι εξαγωγές έχουν θετική σχέση με την πορεία των εισοδημάτων της χώρας από την αλλοδαπή και αρνητική με την πορεία της αντίστοιχης συναλλαγματικής ισοτιμίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο βασικός ερμηνευτικός παράγοντας της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία ήταν οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης που σημείωσε η γείτονα χώρα τα τελευταία 16 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2001-2017 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της Τουρκίας ήταν 5,8% (4,5% σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ). 5 Αξίζει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα μακροοικονομική επίδοση της Τουρκίας σε συνδυασμό με τη μεγάλη ύφεση που βίωσε η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει σε μεγάλο βαθμό η απόσταση που χώριζε το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα (ΠΜΚΕ) της Ελλάδος από το αντίστοιχο της Τουρκίας. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 2, το 2017 το ΠΜΚΕ της Ελλάδος ήταν κατά 101,7% υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Τουρκίας (οριακά πάνω από το διπλάσιο). Το αντίστοιχο μέγεθος το 2017 ήταν στο 9,8%.
Τι ποσοστό επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων (για κάθε κατηγορία ξεχωριστά) οδηγείται στην Τουρκία;
Στην προηγούμενη υποενότητα αναφέραμε ότι η σχετική έκθεση των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων προς την Τουρκία διαμορφώθηκε στο 6,8% (% στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών) το 2017. Ωστόσο, όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1Β, το προαναφερθέν μερίδιο δεν είναι ομοιόμορφο στις επί μέρους κατηγορίες εμπορευμάτων.
Δηλαδή υπάρχουν κλάδοι των οποίων οι εξαγωγές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ή μικρότερη σχετική έκθεση στην Τουρκία σε σύγκριση με την αντίστοιχη σχετική έκθεση του συνόλου της οικονομίας. Τα στοιχεία για το 2017 είχαν ως εξής: 6 πρώτες ύλες μη εδώδιμες, εκτός από καύσιμα 14,7% (18,6% μέσος όρος περιόδου 2001-2017), ορυκτά καύσιμα, λιπαντικά κλπ 12,0% (13,7%), χημικά προϊόντα και συναφή 6,1% (6,3%), μηχανήματα και υλικό μεταφορών 6,0% (3,5%), βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη 4,4% (3,5%), είδη και συναλλαγές μη ταξινομημένα κατά κατηγορίες 2,7% (0,9%), διάφορα βιομηχανικά είδη 2,6% (1,4%), ποτά και καπνός 1,4% (1,7%), τρόφιμα και ζώα ζωντανά 1,3% (1,0%) και λάδια και λίπη ζωικής η φυτικής προέλευσης 0,0% (0,6%).
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλεόνασμα ή έλλειμμα από τις εμπορευματικές συναλλαγές που πραγματοποιεί με την Τουρκία;
Το εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ήταν πλεονασματικό (Εξαγωγές > Εισαγωγές) στα €518,3 εκατ. το 2017. Η κατηγορία των ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών εμφάνισε το υψηλότερο εμπορικό πλεόνασμα (€901,2 εκατ.) και ακολούθησε αυτή των πρώτων υλών μη εδώδιμων, εκτός καυσίμων (€168,6 εκατ.). Οι κατηγορίες εμπορευμάτων που σημείωσαν τα υψηλότερα ελλείμματα ήταν οι εξής: βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη (-€281,6 εκατ.), διάφορα βιομηχανικά είδη (-€141,6 εκατ.) και μηχανήματα και υλικό μεταφορών (-€134,6 εκατ.).
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι αν εξαιρεθεί η κατηγορία των ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών τότε το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας διαμορφώνεται σε έλλειμμα -€382,9 εκατ. το 2017. Αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό, δηλαδή της ύπαρξης ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο εξαιρουμένων των ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών ισχύει για όλα τα χρόνια της περιόδου 2001-2007 (μέσο ετήσιο έλλειμμα της τάξης των -€429,5 εκατ.).