Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά εργασίας στην Ελλάδα αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στο 2ο MD Forum, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι το 2024 θα αποτελέσει έτος μισθολογικών αυξήσεων λόγω στενότητας της αγοράς εργασίας, αυξήσεων στο δημόσιο, «ξεπαγώματος» των τριετιών και της εξαγγελθείσας νέας αύξησης στον κατώτατο μισθό.
Χαμηλά για τις επιχειρήσεις το κόστος εργασίας ως το 2022
«Το κόστος εργασίας», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, «παρέμεινε σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2022, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς, το ποσοστό ανεργίας υποχωρούσε σταθερά και αυξανόταν η στενότητα στην αγορά εργασίας, καθιστώντας πιο δύσκολο για τις επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Ακόμη και το 2022, οπότε, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το ενεργειακό κόστος εκτοξεύθηκε συμπαρασύροντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό, οι αμοιβές ανά μισθωτό αυξήθηκαν κατά 2,8%.
Σε πραγματικούς όρους μάλιστα μειώθηκαν, καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν ήταν σχετικά μικρές και το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας παραμένει περιορισμένο.
Ως συνέπεια των ανωτέρω, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως προς το κόστος εργασίας βελτιώθηκε το 2022, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα υποχώρησε, ενώ σε πολλούς βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας αυξήθηκε.
»Σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις δόθηκαν στους χαμηλόμισθους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καθώς ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε διαδοχικά κατά 2,0% την 1η Ιανουαρίου 2022, κατά 7,5% την 1η Μαΐου 2022 και κατά 9,4% από 1ης Απριλίου 2023 και διαμορφώθηκε τελικά στα 780 ευρώ. Οι αυξήσεις αυτές είναι σημαντικές καθώς αφορούν πάνω από το 1/4 των μισθωτών με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και ενίσχυσαν αξιόλογα το διαθέσιμο εισόδημά τους, ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού.»
Οι αυξήσεις άρχισαν το 2023 και θα ενταθούν το 2024
«Το 2023 σημειώνεται αξιόλογη αύξηση του κόστους εργασίας, καθώς το εννεάμηνο του 2023 οι αμοιβές ανά μισθωτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύθηκαν κατά 4,8%. Η εξέλιξη αυτή, εκτός από την αύξηση του κατώτατου μισθού, οφείλεται και στις αυξημένες μισθολογικές διεκδικήσεις με στόχο την αντιστάθμιση του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους ο οποίος διάβρωσε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Μεσοπρόθεσμα αναμένονται περαιτέρω μισθολογικές πιέσεις, καθώς:
α) αναμένονται αυξήσεις από 1ης Ιανουαρίου 2024 στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων που παρέμειναν καθηλωμένοι για πάνω από μία δεκαετία,
β) αναμένεται εκ νέου αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου το Μάιο του 2024, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει ψηφιστεί, γ) από 1ης Ιανουαρίου 2024 αίρεται χωρίς αναδρομικότητα η αναστολή του επιδόματος προϋπηρεσίας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και δ) η αυξανόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας αναμένεται να ασκήσει πίεση για άνοδο των αμοιβών ώστε οι επιχειρήσεις να προσλάβουν ή να διατηρήσουν το υπάρχον προσωπικό.
»Είναι σημαντικό να συνεχιστεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας, οριοθετώντας τις μισθολογικές αυξήσεις στο πλαίσιο αυτό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και των αμοιβών εργασίας γενικότερα θα πρέπει να υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να διασφαλίζουν τη συνολική απασχόληση.
Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να συνεκτιμούν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και τη συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να ενισχύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά μειώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.
»Η ανάπτυξη της αγοράς εργασίας αναμένεται να συνεχιστεί και μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η συνολική απασχόληση αναμένεται να συμβαδίσει με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η ανεργία εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό και να προσεγγίσει τα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Το κόστος εργασίας εκτιμάται ότι θα παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα, ως αποτέλεσμα της στενότητας στην αγορά εργασίας.»