του Δημήτρη Τζάνα

 

Το Υπουργείο Οικονομικών εισέπραξε τον προηγούμενο μήνα ποσό 733 εκ. ευρώ που αφορούσε κέρδη από ομόλογα που αγόρασε η ΕΚΤ την εποχή του 1ου μνημονίου.

Το ποσό αυτό ήταν εκείνο που η Eurostat επέτρεψε να εγγραφεί στον απολογισμό του 2022 με αποτέλεσμα να καταγραφεί τελικά πλεόνασμα 273εκ. ευρώ και η ελληνική οικονομία να παρουσιάσει μετά από πολλά χρόνια πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υποχώρησε  στο 171,3% του ΑΕΠ.

Όμως, τα καλά για την ελληνική οικονομία δεν περιορίζονται μόνο στο δημοσιονομικό πεδίο: εξαγωγές, τουριστικές εισπράξεις, δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις αλλά και οι άμεσες ξένες επενδύσεις βελτιώνονται στο 1ο δίμηνο ενώ υποχωρεί ο πληθωρισμός του Μαρτίου και η ανεργία του Φεβρουαρίου.

Σαν αποτέλεσμα, η S & P συνομολογεί στη εκτίμηση για επίδοση +2,5% για το φετινό ΑΕΠ αναβαθμίζοντας σε θετικές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αλλά μεταφέροντας για αργότερα τη χορήγηση  της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας,  όταν θα πεισθεί ότι συνεχίζεται μετεκλογικά η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

Παράλληλα, στο προς υποβολή Πρόγραμμα Σταθερότητας προς την Ε.Ε. αναπροσαρμόζεται σε +2,5% η επίδοση για το ΑΕΠ και του επόμενου έτους, το 2024.

  • Ταυτόχρονα, στις 2 Μαϊου ολοκληρώνεται η δημοσιοποίηση των ανακοινώσεων των εισηγμένων εταιρειών για το 2022 με τις μέχρι τώρα επιδόσεις να επιβεβαιώνουν θεαματική βελτίωση των πωλήσεων αλλά και της κερδοφορίας (λειτουργικής και καθαρής), με αρκετούς πολλαπλασιαστές να κινούνται ακόμη και σε μονοψήφια επίπεδα και με τις χρηματικές διανομές να αναμένεται να είναι ιδιαίτερα γαλαντόμες.

Την ίδια ώρα, ο ΟΛΠ ανακοινώνει βελτιωμένη κερδοφορία για το 1ο τρίμηνο του 2023 μετά τη θεαματική βελτίωση των μεγεθών της κρουαζιέρας προϊδεάζοντας για βελτιωμένες επιδόσεις όσων εταιρειών συνδέονται με τις  αναμενόμενες υψηλές φετινές τουριστικές εισπράξεις, ενώ  βελτιωμένες επιδόσεις αναμένονται για τις τράπεζες και τις εταιρείες που αφορούν τους περισσότερους δεικτοβαρείς τίτλους.

  • Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να οδηγήσουν το Γ.Δ. του ελληνικού χρηματιστηρίου πάνω από τις 1.100 μονάδες καθώς η επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου επανέφερε τον πολιτικό κίνδυνο, αφού πιθανότατα θα απαιτηθεί  επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας για το σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης.

Ενόψει των παραπάνω, ο ημερήσιος τζίρος υποχωρεί δραστικά καθώς οι «πωλητές» επιθυμούν  να καταγράψουν κέρδη οδηγώντας τις τιμές χαμηλότερα  με δεδομένη την αποχή «των αγοραστών» που θα αναμείνουν την ολοκλήρωση των εκλογών για να επανέλθουν.

Με την τεχνική  ανάλυση να προσδιορίζει ως πλησιέστερη στήριξη τις 1.093 μονάδες  και η ισχυρότερη να ακολουθεί στις 1.086 μονάδες.

Την ίδια ώρα, η διεθνής επενδυτική κοινότητα θα περιμένει τις κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών, με τη Federal να είναι πιθανό να συνεχίσει στις 3/5 τις μικρές αυξήσεις στα επιτόκια για μια ακόμη φορά πριν αναγγείλει την ολοκλήρωση του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου έχοντας ήδη φτάσει στο 5%.

Διαφορετικά όμως είναι τα δεδομένα για την ΕΚΤ,  καθώς ο πληθωρισμός παραμένει στο +6,9% το Μάρτιο και τα επιτόκια «μόνο» στο 3,75%, με τη Γερμανίδα  Ισαμπέλα Σνάμπελ, μέλος του Δ.Σ.,  να ζητεί συνέχιση των αυξήσεων !

 

{Ο Δημήτρης Τζάνας είναι Σύμβουλος Διοίκησης Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ}