H Ένωση Θεσμικών Επενδυτών διοργάνωσε το 4ο Συνέδριο Θεσμικής Διαχείρισης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών-Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο, μία Ημερίδα όπου όλοι οι κλάδοι της θεσμικής διαχείρισης συζήτησαν για τις επιπτώσεις και τις προκλήσεις που επιφέρει ο πληθωρισμός στην επενδυτική τους στρατηγική.
Οι CEO των ΑΕΔΑΚ, ΑΕΕΑΠ, ΑΕΔΟΕΕ, ΑΕΕΧ, ανώτατα στελέχη τους και διαχειριστές κεφαλαίων, στελέχη της κυβέρνησης και εκπρόσωποι των φορέων της αγοράς, μέσα από 7 διαφορετικά πάνελ, ανέλυσαν τους προβληματισμούς και τις ευκαιρίες των επενδύσεων σε πληθωριστικό περιβάλλον για τα Αμοιβαία Κεφάλαια, για τη ακίνητη περιουσία, τα εναλλακτικά κεφάλαια και τα Private Equity αλλά και για την διαχείριση των αποθεματικών Ασφαλιστικών Ταμείων.
Η κα. Αναστασία Στάμου, Αντιπρόεδρος Β’ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, παρέθεσε μία ενδιαφέρουσα ομιλία σχετικά με τη συμμετοχή των θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών στην κεφαλαιαγορά.
Η ΟΜΙΛΙΑ
Στο σημερινό συνέδριο, αν και είναι συνέδριο θεσμικής διαχείρισης και θεσμικών επενδυτών, έχω επιλέξει να μιλήσω για τους ιδιώτες επενδυτές.
Ο σημαντικός ρόλος του «buy – side» της πλευράς της ζήτησης, της πλευράς των επενδυτών, τόσο θεσμικών, όσο και οι ιδιωτών, επανέρχεται συνεχώς στη συζήτηση που αφορά την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της κεφαλαιαγοράς.
Και αυτό γιατί και οι δύο κατηγορίες επενδυτών αποτελούν κρίσιμους παράγοντες ανάπτυξης, για διαφορετικούς λόγους:
Οι θεσμικοί επενδυτές βελτιώνουν την αποκάλυψη τιμών, αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της κατανομής πόρων και συμβάλλουν στην καλή εταιρική διακυβέρνηση, ιδίως μέσω της συστηματικής άσκησης των δικαιωμάτων τους και της συλλογικής απαίτησης για λογοδοσία της διοίκησης.
Από την άλλη, οι επενδυτές λιανικής, δηλαδή «τα νοικοκυριά», διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κινητοποιούν τις αποταμιεύσεις, μετατοπίζουν το κέντρο βάρος των επενδύσεων και είναι αυτοί που αντικατοπτρίζουν το πραγματικό επίπεδο εμπιστοσύνης στην αγορά.
Γι’ αυτό και η ανάγκη ενίσχυσης της συμμετοχής τους στις κεφαλαιαγορές τοποθετείται μέσα στον πυρήνα της πολιτικής της ΕΕ, αποτελεί στόχο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αγοράς μέσω του Capital Markets Union (CMU). Εκφράζεται δε με συγκεκριμένη στρατηγική για το retail investment – παρά τις αντιρρήσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς ως προς την κατεύθυνση της RIS σε σχέση με το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Η υλοποίηση του CMU χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να επισπευστεί για να εξαλειφθεί ο κατακερματισμός ως ανταγωνιστικό μειονέκτημα που οδηγεί τις επιχειρήσεις στις ΗΠΑ ή στην Ασία για αναζήτηση χρηματοδότησης.
Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση της ζήτησης από τους ιδιώτες επενδυτές. Αυτό συμβαίνει διότι έτσι δημιουργείται μεγαλύτερη δεξαμενή διαθέσιμων κεφαλαίων, η οποία αυξάνει, αντίστοιχα, τη ρευστότητα και την ελκυστικότητα της αγοράς για όσες επιχειρήσεις ζητούν χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της EFAMA, σχεδόν 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να διατεθούν για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, εάν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά μείωναν το μερίδιο σε καταθέσεις κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο χρηματοοικονομικός πλούτος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών θα μπορούσε να ήταν 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ υψηλότερος τώρα αν είχαν σταδιακά μειώσει το μερίδιο των καταθέσεων από 41% σε 30% επενδύοντας περισσότερα σε μετοχικά και ομολογιακά επενδυτικά κεφάλαια το 2018-2019.
Η μελέτη καταδεικνύει τον τεράστιο αντίκτυπο που θα είχε η αυξημένη συμμετοχή του retail στις κεφαλαιαγορές και αντίστοιχα στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών εταιρειών, ενώ παράλληλα, τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την αύξηση της απόδοσης των μακροπρόθεσμων αποταμιεύσεών τους, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερο εισόδημα για το μέλλον.
Δηλαδή, το υψηλό ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το ΑΕΠ, συμβαδίζει με ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς.
Αυτά, σύμφωνα με τη θεωρία. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Υπάρχει προθυμία, όρεξη για επενδύσεις από το retail, και αν υπάρχει είναι αρκετή για να συμβάλει στην ανάπτυξη ή να συμβαδίσει με αυτή; Και το βασικότερο, υπάρχει η δυνατότητα;
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ δεν είναι βέβαιο ότι τα νοικοκυριά είναι πρόθυμα να ξοδέψουν στην κατανάλωση – πόσο μάλλον στις επενδύσεις- τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας – δεν ξέρουμε άλλωστε πόσες ακριβώς είναι αυτές.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι «κυκλικός», καθώς η ανάκαμψη μιας οικονομίας, συνοδευόμενη από τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών, διευρύνει τα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών και άρα επιτρέπει την αύξηση των αποταμιεύσεων.
Στην Ελλάδα αυτή η αρχή δεν επαληθεύθηκε, η ανάπτυξη η οποία συνοδεύτηκε από πτώση της ανεργίας και αύξηση του μισθολογικού κόστους, όχι μόνο δεν ενίσχυσε την αποταμίευση, αλλά είχαμε αρνητική αποταμίευση. Αυτό οφείλεται σύμφωνα με το ΙΟΒΕ στον πληθωρισμό, που κατηύθηνε φαίνεται τα εισοδήματα στην κατανάλωση, αλλά όχι την αποταμίευση.
Θα προσέθετα λοιπόν ότι στην Ελλάδα έχουμε δύο προβλήματα: δεν αποταμιεύουμε -έχουμε αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το ΑΕΠ – και όταν αποταμιεύουμε κρατάμε την αποταμίευση σε τραπεζικές καταθέσεις, παρότι οι ονομαστικές αποδόσεις είναι χαμηλές και παρότι -πλέον-επηρεάζονται ακόμα περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Η αποχή ή η μειωμένη συμμετοχή των ιδιωτών από τις επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά οφείλεται σε διάφορους λόγους :
Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι;
- Όσοι δεν επενδύουν καθόλου είτε φοβούνται ότι θα χάσουν τα χρήματά τους είτε δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν επενδυτικά προϊόντα που μπορούν να πετύχουν καλές ή καλύτερες αποδόσεις. Όσοι είναι ήδη επενδυτές φαίνεται ότι δεν αξιοποιούν πλήρως τις κεφαλαιαγορές για την αύξηση του εισοδήματός τους. Τείνουν να διατηρούν τραπεζικές καταθέσεις και εκτός από τη διατήρηση ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος καθορισμένων εισφορών, πολύ συχνά δεν ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, φαίνεται ότι, η ελληνική κεφαλαιαγορά, εξακολουθεί να έχει υπολείμματα αρνητικής αντίληψης, το «τραύμα» όπως είπε και ο κος Κοντόπουλος το πρωί, δεν έχει επουλωθεί. Τα νοικοκυριά και οι πολίτες, ιδιαίτερα οι νέοι, πρέπει, συνεπώς, να πειστούν για τα πλεονεκτήματα της επένδυσης στην κεφαλαιαγορά.
Έχουμε λοιπόν:
Αρνητική αποταμίευση.
Μη αποτελεσματική κατανομή της αποταμίευσης με απομάκρυνση από την κεφαλαιαγορά.
Τι μπορούμε να κάνουμε:
Η ανάγκη για αυξημένη και πιο ενεργή συμμετοχή των ιδιωτών στην ελληνική κεφαλαιαγορά προέρχεται πρωτίστως από την ανάγκη να παρέχουμε στους πολίτες τα εργαλεία για να οικοδομήσουν οικονομικά καλύτερα το μέλλον τους και στις επιχειρήσεις να βρουν εναλλακτική χρηματοδότηση.
Τα fundamentals της ελληνικής οικονομίας, με αστερίσκους όπως είπε ο κος Παπαλεξόπουλος το πρωί ή μη, επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι ως προς τη δυνατότητα αποταμίευσης στο μέλλον.
Παράλληλα όμως,
απαιτείται μια ισχυρή στρατηγική για τους επενδυτές λιανικής ως μέρος της ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, που θα ικανοποιεί τις ανάγκες και θα εξισορροπεί τα συμφέροντα όλων των πλευρών : των εκδοτών χρηματοπιστωτικών μέσων, των διαμεσολαβητών, των θεσμικών επενδυτών, των επενδυτών λιανικής, των διαχειριστών αγορών, των εποπτικών αρχών.
Οι βασικοί στόχοι μιας τέτοιας εθνικής πολιτικής θα ήταν:
– η κινητοποίηση μέρους των κεφαλαίων από τις τράπεζες στην κεφαλαιαγορά και από τα καταναλωτικά προϊόντα στα χρηματοπιστωτικά μέσα, με έμφαση στις πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις
– η διασφάλιση σταθερού περιβάλλοντος, ιδίως φορολογικού και ρυθμιστικού
– η παροχή κινήτρων τόσο για το supply όσο και το buy side
προς δύο, κυρίως, κατευθύνσεις:
- Της ενίσχυσης της αποταμίευσης, αλλά και της συνταξιοδοτικής κάλυψης των πολιτών, ως μακροπρόθεσμης επένδυσης και,
- Της διοχέτευσης των επενδύσεων σε μικρομεσαίες, καινοτόμες και νεοφυείς επιχειρήσεις
Περαιτέρω στόχοι είναι
– η κατανόηση και η χρήση νέων καινοτόμων τεχνολογιών για την προσέλκυση επενδυτών νεότερων γενεών
– η κατανόηση και ρύθμιση των high risk/ short term επενδύσεων που γίνονται κυρίως με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
– η εύκολη και φθηνή πρόσβαση σε χρηματοοικονομικά προϊόντα
– η διαφάνεια και επάρκεια στην πληροφόρηση
– η ενίσχυση της διαφάνειας κατά τη διαμόρφωση των τιμών
– η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις επενδύσεις σε απλοποιημένη μορφή
– η διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών
– η ανάγκη να συμβαδίζει η νομοθεσία και η εποπτεία με τις οικονομικές και κοινωνικές τάσεις
– η γρήγορη επίλυση των διαφορών από εξειδικευμένους διαμεσολαβητές και δικαστές
– η απομάκρυνση από την τραπεζοκεντρική αποταμίευση με την ανάπτυξη επενδυτικής κουλτούρας, ξεκινώντας από το σχολείο.
Θεμελιώδης για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η εμπιστοσύνη, τόσο στην αγορά όσο και στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές.
Εμπιστοσύνη στην κεφαλαιαγορά σημαίνει ότι αυτή μπορεί να αποτελέσει πηγή βιώσιμης δημιουργίας πλούτου και ότι ένας επενδυτής θα έχει όλη την πληροφόρηση και μέσα που χρειάζονται για να πλοηγηθεί στο σύστημα ανάλογα με το ρίσκο που αναλαμβάνει.
Εμπιστοσύνη στους θεσμικούς επενδυτές και στους διαμεσολαβητές σημαίνει ότι θα ενεργούν προς το συμφέρον του επενδυτή, με επαγγελματισμό, αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, με διαφάνεια στις χρεώσεις, σαφή πληροφόρηση.
Εμπιστοσύνη στους διαχειριστές αγορών και συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού σημαίνει ότι αυτοί ακολουθούν κοινούς και γνωστούς κανόνες για τους όρους εισαγωγής και διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων και διασφαλίζουν την ορθή καταχώριση και άσκηση των δικαιωμάτων των εκδοτών και των επενδυτών.
Εμπιστοσύνη στους επόπτες σημαίνει ότι αυτοί παρακολουθούν την αγορά, τις ρυθμιστικές, τεχνολογικές, κοινωνικές εξελίξεις και παρεμβαίνουν κυρίως προληπτικά, αλλά και κατασταλτικά για να προστατέψουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και τα συμφέροντα των επενδυτών.
Όμως όλα τα παραπάνω αποτελούν τη βάση για τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, η οποία είναι θεσμικά θωρακισμένη σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Άρα κάτι άλλο φταίει και αναζητάμε τρόπους ενίσχυσης της συμμετοχής των επενδυτών στην αγορά.
Οι εταιρίες, πρέπει να καταλάβουν ότι έχοντας πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω των κεφαλαιαγορών, μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.
Επενδυτικά κεφάλαια πρέπει να διοχετευθούν στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων μέσω της κεφαλαιαγοράς.
Από τις 120 νεοφυείς εταιρίες που βρίσκονται υπό τη σκέπη του ΣΕΒ γιατί δεν έχει εισαχθεί καμία;
Επίσης, για τα private equity funds, η κεφαλαιαγορά δεν αποτελεί exit.
Χρειάζεται, λοιπόν, ουσιαστική συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων, για να μην απομακρύνουμε τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές από την κεφαλαιαγορά.
Και να βρούμε τρόπους να ενθαρρύνουμε τους επενδυτές να έχουν μακροπρόθεσμη πίστη στην ικανότητα ανάπτυξης πλούτου μέσω επενδύσεων.
Όλοι μας πρέπει να ανανεώσουμε την εμπιστοσύνη δημιουργώντας μια αρχιτεκτονική αγοράς που ενισχύει τη διαφάνεια και την αποτελεσματική διαμόρφωση των τιμών και των αποδόσεων, έτσι ώστε οι επενδυτές να έχουν πρόσβαση, να γνωρίζουν και να εμπιστεύονται το οικοσύστημα.
Και επειδή μίλησα για εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη χτίζεται με τη συνεργασία και τις καλές σχέσεις. Θέλω, λοιπόν, κλείνοντας, να τονίσω την εποικοδομητική συνεργασία με την Ένωση – ήδη ετοιμάζεται ένα πακέτο νομοθετικών αλλαγών για τους ΟΣΕΚΑ, τις ΑΕΕΧ και τις ΑΕΕΑΠ, που διαμορφώνουμε από κοινού – και να ευχαριστήσω και προσωπικά την Ένωση για την πρόσκληση στο συνέδριο και για τη διαχρονική μας συνεργασία και εσάς που με ακούσατε.