Έστω και με αργούς ρυθμούς έρχεται η αναβάθμιση για μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά κτίρια στο κέντρο της Αθήνας. Ένα από αυτά είναι και το Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου, στην οδό Μαυρομιχάλη 6 λίγο, μεταξύ Ακαδημίας και Σόλωνος το οποίο προγραμματίζεται να αποδοθεί σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στο τέλος Απριλίου με τη φιλοδοξία να αποτελέσει τονωτική ένεση για την περιοχή.
Ο προϋπολογισμός του έργου από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ήταν στα 3,6 εκατ. ευρώ για το κτίριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής υπογραφής του Τσίλλερ, το οποίο γνώρισε την εγκατάλειψη για πολλά χρόνια.
- Σήμερα, υποδειγματικά αποκατεστημένο, είναι έτοιμο να υποδεχτεί τη σημαντική συλλογή Λοβέρδου και να ανοίξει τις πύλες του στο κοινό.
Από την ερχόμενη εβδομάδα προγραμματίζεται η μεταφορά των εκθεμάτων, καθώς όλες οι αναγκαίες εργασίες για τη χρήση του κτηρίου ολοκληρώθηκαν από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του Μεγάρου έχουν ήδη ολοκληρωθεί, από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και την Διεύθυνση Σύγχρονων Μνημείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων.
Στο Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου, το οποίο αποτελεί παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, θα εκτεθεί η Συλλογή Λοβέρδου, η οποία αποτελείται από εικόνες Κρητικής και Επτανησιακής Σχολής, παλαίτυπα, ξύλινα γλυπτά κ.α.
- Το Μέγαρο έγινε, δωρεά εν ζωή στο ελληνικό δημόσιο το 1979 και το 1992, από τις κόρες του Διονύσιου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλειάδη, με διαχειριστή το υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
Το Μέγαρο, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, χτίστηκε το 1882 ως η κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ, συνδυάζοντας ποικίλα αρχαιοπρεπή στοιχεία και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής του. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία υψηλής ποιότητας, τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια και ξυλόγλυπτη σκάλα που οδηγεί στο ανώγειο.
Ο Κεφαλλονίτης τραπεζίτης και συλλέκτης Διονύσιος Π. Λοβέρδος αγόρασε το Μέγαρο το 1912, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, αλλά και ως μουσείο, για να εκθέσει τις πλούσιες συλλογές του. Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες.