του Χ. Καβαλόπουλου, Γενικού Διευθυντή του ΣΜΕ
Η ελληνική κοινωνία μαστίζεται εδώ και χρόνια από στερεότυπα (κλισέ) στον τρόπο σκέψης και στη διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώνονται απόψεις και λαμβάνονται αποφάσεις. Οι σημαντικότερες αιτίες στην εύκολη προσέγγιση των πραγμάτων μέσω στερεότυπων, που πολλές φορές είτε είναι λανθασμένα είτε ελλειμματικά, εντοπίζονται στα προβλήματα παιδείας, ευρύτητας γνώσεων και αντιλήψεων.
Εάν είσαι καταχωρημένος στα εύκολα κουτάκια των στερεότυπων ως ο «κακός» ό,τι και να γίνεται, όσος διάλογος και αν επιδιώκεται από τους άμεσα πληττόμενους, ό,τι και να αλλάζει σε μεθόδους, τεχνολογίες, νομικές υποχρεώσεις, ευρωπαϊκά πρότυπα που υποχρεώνουν τους πάντες σε νέες πρακτικές, ιδιαίτερα για το περιβάλλον, κανείς δεν ακούει κανέναν. Παραμένεις στο κουτάκι ως «κακός» και όσο ο ρόλος σου δεν έχει την ελκυστικότητα άλλων δραστηριοτήτων, αποτελείς τον ευάλωτο, ασθενή κρίκο στην αλυσίδα της ελληνικής πραγματικότητας.
Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες ζούμε ένα αδιάρρηκτο φαύλο κύκλο. Βάση και εξουσία αλληλοσυντηρούνται και αλληλοεξαρτώνται χωρίς τη δύναμη να καθορίσουν και να απαιτήσουν μια διαφορετική ποιότητα η μία από την άλλη. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι οι παραμένουσες μεγάλες ελλείψεις στην κοινωνία, η θεοποίηση του πολιτικού κόστους, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο τρέχουμε τη δημόσια ζωή μας, η λήψη αποφάσεων με ελλιπείς γνώσεις ή με προσφυγές στην εύκολη λύση των ξεπερασμένων στερεοτύπων, οι ακραίες πρακτικές, οι άκριτοι συμβιβασμοί και η διατήρηση σχεδόν σταθερά σοβαρών κακώς κειμένων, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί η εξορυκτική Βιομηχανία του τόπου. Επί τουλάχιστον 170 χρόνια υπηρετεί το όραμα της ανάπτυξης της χώρας μέσα από την αξιοποίηση του πλούσιου ορυκτού δυναμικού της, στηρίζει την εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη, δίνει δουλειά και ζωή σε ξεχασμένες από την πολιτεία περιοχές, μεταμορφώνει τοπικές κοινωνίες και εργατικό δυναμικό, προσφέροντας γνώσεις , εμπειρίες και δεξιότητες μοναδικές για μη βιομηχανικό κράτος.
Έχουν αλλάξει τα πάντα τις τελευταίες δεκαετίες, μπορούμε να μιλάμε ώρες για τις εξελίξεις και τις βαθιές αλλαγές που έχουν γίνει σε μεθόδους, σε προηγμένο εξοπλισμό , σε εργασιακές συνθήκες, σε μέτρα προστασίας και αποκαταστάσεις περιβάλλοντος, σε υγεία και ασφάλεια εργαζομένων και περιοίκων, με απόλυτη εφαρμογή όλων των νέων κανονιστικών διατάξεων της ελληνικής πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δύσκολα θα βρει κανείς αυστηρότερο πλαίσιο λειτουργίας σε άλλο τομέα δραστηριοτήτων).
Πώς αντιμετωπίζεται σταθερά και σθεναρά όμως από πολλούς κοινωνικούς φορείς που διαμορφώνουν επικρατούσες απόψεις και από την ίδια την πολιτεία, την πολιτική ηγεσία και τις δομές της; Με απόλυτη επιφυλακτικότητα και αρνητισμό. Πολλοί από αυτούς συνεχίζουν να έχουν στο μυαλό τους εικόνες για την εξορυκτική δραστηριότητα από το 19ο αιώνα ή το πολύ το πρώτο ήμισυ του 20ου. Ό,τι και να γίνει, η κατάταξη ενός νευραλγικού τομέα της οικονομίας όπως η εξορυκτική δραστηριότητα, με βάση τα στερεότυπα, στους «απορριπτέους», αποτελεί κυρίαρχη αντιμετώπιση.
Κλασικό παράδειγμα αυτής της κυρίαρχης νοοτροπίας, αποτελεί η περιβαλλοντική αντιμετώπιση της εξορυκτικής δραστηριότητας από κρατούντες και μη. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση νέων κοιτασμάτων, είναι μία διαδικασία επίπονη και χρονοβόρα που όμοιά της δύσκολα κανείς μπορεί να βρει σε άλλο κράτος που έχει ορυκτό πλούτο.
Εάν δε υπάρχει η ατυχής συγκυρία κάποια κοιτάσματα, ακόμη και στρατηγικών ορυκτών, να είναι εντός περιοχών δικτύου NATURA, τότε το θέμα της αξιοποίησής τους καθίσταται από άκρως προβληματικό ως ακατόρθωτο.
Ως και η περιβαλλοντικά απαιτητική Ευρωπαϊκή Ένωση, με συγκεκριμένες οδηγίες, αποφάσεις κτλ, αποδέχεται εξορυκτική δραστηριότητα, κάτω από ιδιαίτερες προϋποθέσεις, εντός περιοχών NATURA.
Μέσα από τις ακρότητες που μας χαρακτηρίζουν ως λαό, το μόνο κράτος μέλος της Ε.Ε. που άκριτα, χωρίς περιβαλλοντική αξιολόγηση, απορρίπτει κάθε εξορυκτικό έργο εντός περιοχών προστασίας της φύσης, είναι η Ελλάδα.
Το πόσο μπροστά είναι η χώρα μας στην περιβαλλοντική προστασία, το γνωρίζουν όλοι, ακόμη και οι πολύ νεότεροι, εκατομμύρια στρέμματα καμένης γης, ανεξέλεγκτη δόμηση, ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη, κακοδιαχείριση αστικών αποβλήτων, ανυπαρξία περιβαλλοντικών περιορισμών σε πολλούς τομείς δραστηριοτήτων, ισχνοί έλεγχοι και ανεπαρκείς επιθεωρήσεις. Κάθε καλοκαίρι καιγόμαστε και κάθε χειμώνα πνιγόμαστε, όχι τώρα που έχουμε τα έντονα φαινόμενα κλιματικής αλλαγής. Εδώ και πολλές δεκαετίες συμβαίνει το ίδιο. Παιδάκι ήμουνα και γήρασα και αυτό θυμάμαι σε κάθε αλλαγή εποχών. Όμως το περιβαλλοντικό μας μένος το εξαντλούμε στην καταχωρημένη στο «κουτάκι του κακού» εξορυκτική βιομηχανία.
Πριν λίγο καιρό σε νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή, υπήρξε διάταξη που έκανε το «μεγάλο έγκλημα καθοσιώσεως» να επιτρέψει την εξορυκτική δραστηριότητα μόνο υπόγεια εντός περιοχών προστασίας.
Ήδη στην περιοχή του Βώλακα Δράμας, λειτουργούν πρότυπα καινοτόμα υπόγεια έργα εξόρυξης μαρμάρου, παράγοντας πλούτο σε μία κατά τα άλλα μη ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ακριτική περιοχή όπως ο νομός Δράμας, δίνοντας ταυτόχρονα εργασία σε μεγάλο αριθμό κατοίκων.
Ξεσηκώθηκε κόσμος κάτω από την ομπρέλα της «περιβαλλοντικής προστασίας» που ποτέ δεν έχει επισκεφτεί ένα εξορυκτικό εργοτάξιο και ούτε καν γνωρίζει τη σημερινή εικόνα. Μετά από τις έντονες αντιδράσεις των φορέων που ουσιαστικά δεν πιστεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη του τόπου, οι πολιτικοί ταγοί πήραν πίσω τη διάταξη.
Γνωρίζουν όλοι αυτοί ότι όπου λειτουργούν εξορυκτικά εργοτάξια εντός δασωμένων περιοχών, ποτέ δεν έχει προξενηθεί πυρκαγιά και όταν φεύγουν, σε συντομότερο χρόνο καίγονται;
Θέλω να ξέρω τί θα πουν όλοι αυτοί σε λίγο καιρό που οι ισχύουσες Άδειες Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων θα έχουν λήξει σε περιοχές έργων όπως αυτών του Βώλακα Δράμας, αφήνοντας μία περιοχή, χωρίς τη βασική της πρόσοδο, το μάρμαρο.
Αναρωτιέμαι πού το πάμε; Αντιδράσαμε στη μελλοντική αξιοποίηση του λιγνίτη, στοχοθετώντας ένα εσπευσμένο τέλος. Ευτυχώς που η ενεργειακή κρίση μας έκανε να σκεφτούμε διαφορετικά για την αξιοποίησή του, έστω και με ημερομηνία λήξης.
Στη συνέχεια με τα σχέδια των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών που κυκλοφόρησαν, τίθενται περιορισμοί στην ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας, ακόμη και καθ’ υπερβολή της κείμενης νομοθεσίας.
Mε περιορισμένη γνώση για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου και με προβληματικές μελέτες και άκριτες πρακτικές, οδηγούμαστε στο να στερηθούμε βασικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, τη στιγμή που σοβαροί ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται στο έπακρο τους ορυκτούς τους πόρους.
Ας κοιτάξουμε επιτέλους τί πραγματικά σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου και ας πάρουμε το πράγμα λίγο αλλιώς, χωρίς στερεότυπα, φοβίες και ιπτάμενες ερινύες πολιτικού κόστους.