του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ
Τα κρίσιμα ζητήματα που θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας από τώρα και στο εξής είναι τέσσερα:
(α) Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους
Το μεγάλο ύψος του δημόσιου χρέους τροφοδοτεί την αβεβαιότητα, υποσκάπτει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, επηρεάζει δυσμενώς την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας και δυσχεραίνει την ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα.
Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από τους θεσμούς και η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσής του από το Eurogroup πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα και με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών και να δρομολογηθεί η ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα.
(β) Η εμπέδωση της εμπιστοσύνης
Για να επιτύχει η Ελλάδα την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκούς όρους, πρέπει να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και να διαβεβαιώσει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση. Οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί πρέπει να τηρηθούν και να γίνουν αποφασιστικά βήματα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί, αλλά καθυστερούν. Στον τομέα αυτό, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η νομοθεσία για τις χρήσεις γης.
Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής, στην οποία θα εντάσσονται οι στόχοι, δημοσιονομικοί και διαρθρωτικοί, που έχουν ήδη αποφασιστεί για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα δώσει ισχυρή ώθηση στην εμπιστοσύνη. Θα επηρεάσει θετικά τους όρους εξόδου στις αγορές, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα ενισχύσει την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες και θα ενδυναμώσει την πιστοδοτική τους ικανότητα. Τα παραπάνω θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα και θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
(γ) Ομαλή έξοδος στις αγορές
Μετά τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η εμπέδωση της εμπιστοσύνης είναι η κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό. Παράλληλα όμως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό.
Μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο “απόθεμα ρευστότητας”, που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης. Το απόθεμα ρευστότητας δημιουργείται με τις δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων πριν από τη λήξη του προγράμματος και με τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Στην παρούσα φάση, η πρώτη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2017 με την έκδοση πενταετούς ομολόγου, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή ομολόγων ύψους 25,8 δισεκ. ευρώ. Στη συνέχεια, με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, δρομολογήθηκε μία ακόμη έξοδος με την έκδοση επταετούς ομολόγου, εντασσόμενη στο σχεδιασμό της κυβέρνησης για επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές πριν από τη λήξη του προγράμματος. Η έκδοση αυτή, που πραγματοποιήθηκε εν μέσω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ήταν επιτυχής.
Οι αναταραχές, όπως οι πρόσφατες, φαίνεται όμως ότι επηρεάζουν περισσότερο τις χώρες με αδύναμη πιστοληπτική διαβάθμιση και λιγότερο ισχυρή οικονομία, οι οποίες είδαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τους να αυξάνονται σημαντικά. Κατά συνέπεια, υπό τις παρούσες αβέβαιες συνθήκες, η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, αν και είναι επιβεβλημένη προκειμένου η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα, πρέπει να γίνεται με προσεκτικά βήματα.
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για τη δημιουργία ενός ασφαλούς αποθέματος ρευστότητας πριν από τη λήξη του προγράμματος δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και προετοιμάζει το έδαφος για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα. Ωστόσο, συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης.
Το ενδεχόμενο προσφυγής σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνηγορούν, δεν θα πρέπει να δραματοποιείται, καθώς οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει ανάγκη.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους, χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους.
Αντίθετα, η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση.
Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα ασφαλείας για τις συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο και πέραν του Αυγούστου του 2018. Τέλος, η διατήρηση της παρέκκλισης (waiver) σε συνδυασμό με τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους θα επιτρέψουν την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών τίτλων είτε στην κανονική του διάρκεια είτε κατά την περίοδο επανεπένδυσης, επηρεάζοντας πτωτικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
(δ) Το πλαίσιο εποπτείας μετά το πρόγραμμα
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, προκύπτει ότι η λήξη του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 δεν συνεπάγεται αποδέσμευση της χώρας από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών της. Αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του πλαισίου εποπτείας της χώρας, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στους γενικούς όρους και κανονισμούς εποπτείας που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, προβλέπει αυτόματη άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες.
Πέραν των διατάξεων που είναι ήδη σε ισχύ, έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, οι οποίες αφορούν ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα και θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον αυξημένο ρόλο του ESM και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Γίνεται επομένως φανερό ότι η ομαλή έξοδος της Ελλάδος από το πρόγραμμα και η επιτυχής πορεία της στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγονται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι την ολοκλήρωσή τους.
ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2017
Οι θετικές ενδείξεις για βιώσιμη επιστροφή στην ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης και εξαιρετικά επώδυνης προσπάθειας οικονομικής προσαρμογής. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί από την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2009 έως σήμερα είναι εντυπωσιακή και πρωτοφανής στα ιστορικά χρονικά διεθνώς. Συγκεκριμένα, η χώρα πέτυχε:
Την πλήρη εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του μεγάλου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Την πλήρη αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και τη σημαντική βελτίωση σε όρους τιμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό επιτεύχθηκε μέσω μιας επώδυνης διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης που έλαβε χώρα μέσω της σημαντικής μείωσης των ονομαστικών μισθών κυρίως στον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα, εφαρμόζεται ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων και εκσυγχρονισμού της οικονομίας σε τομείς όπως οι αγορές εργασίας και προϊόντων, το σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, το δημοσιονομικό πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των πολύ σημαντικών αλλαγών που συντελέστηκαν στην οκταετία της κρίσης, αυξήθηκε η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος υπέρ κλάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Τέλος, η αναδιάρθρωση και η ανάταξη του τραπεζικού συστήματος, με κύριο χαρακτηριστικό τη σημαντική ανακεφαλαιοποίηση μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και τον έλεγχο ποιότητας στοιχείων του ενεργητικού τους, διασφαλίζουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (CET1), υψηλότερους του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που, σε συνδυασμό με τον ικανοποιητικό δείκτη κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις, επιτρέπουν στις ελληνικές τράπεζες την αποτελεσματική διαχείριση του πολύ υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, παρά την πρόοδο που συντελέστηκε, η κρίση επέφερε σημαντικό κόστος σε όρους απώλειας προϊόντος και απασχόλησης και σημαντική μείωση του πλούτου των νοικοκυριών.
Μεταξύ 2008 και 2016, η χώρα απώλεσε περισσότερο από το ¼ του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές και η ανεργία αυξήθηκε σχεδόν κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2016 σε μόλις 68% του κοινοτικού μέσου όρου, από 93% το 2008. Παράλληλα, έλαβε χώρα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλά προσόντα, στερώντας την ελληνική κοινωνία και οικονομία από ένα παραγωγικό τμήμα της, με ανυπολόγιστες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟ 2018
Το 2017 ήταν έτος επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη μετά από πολυετή περίοδο ύφεσης, με εξαίρεση το 2014. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,6% το 2017 και προβλέπεται να ενισχυθεί σε 2,4% και 2,5% το 2018 και το 2019 αντίστοιχα. Υπάρχουν επομένως βάσιμες ενδείξεις ότι, μετά από μια μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη οικονομική προσαρμογή, εμπεδώνεται μια αναπτυξιακή δυναμική, που προσδιορίστηκε τόσο από τις ευνοϊκές εγχώριες εξελίξεις όσο και από την καλή ευρωπαϊκή συγκυρία.
Οι βελτιωμένες προοπτικές για την εγχώρια οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα και οδήγησαν σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, σε αναβάθμιση της διεθνούς πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και σε διαδοχικές μειώσεις της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA). Μείωσαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στα επίπεδα του Ιανουαρίου του 2006, γεγονός που επέτρεψε την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου τον Ιούλιο του 2017 στις διεθνείς αγορές μετά από μία τριετία αποκλεισμού. Μείωσαν επίσης τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων και οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εκδίδοντας καλυμμένα ομόλογα.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι το 2018 η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 2,4%. Παράγοντες ώθησης θα είναι: α) η ισχυρή ανοδική πορεία του τουρισμού, β) η μεγάλη ενίσχυση της μεταποιητικής παραγωγής, που αντανακλά τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων και προεξοφλεί την αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων, γ) η αύξηση των εξαγωγών και δ) η ευνοϊκή διεθνής οικονομική συγκυρία.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός επανήλθε το 2017 σε θετικό έδαφος, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1%, έναντι μηδενικού ρυθμού το 2016. Η εξασθένηση των αποπληθωριστικών πιέσεων οφείλεται κυρίως στην έντονα ανοδική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου ιδίως στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, αλλά και στην πληθωριστική επίδραση των νέων έμμεσων φόρων που τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές του 2017. Για το 2018, η εξέλιξη του εγχώριου πληθωρισμού αναμένεται να προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιδράσεις βάσης (base effects), οι οποίες θα συγκρατήσουν τον πληθωρισμό σε θετικό έδαφος, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2017.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι ευοίωνες προβλέψεις βασίζονται κυρίως στην υπόθεση ότι η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα ολοκληρωθεί ομαλά και βάσει του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος, χωρίς καθυστερήσεις και παλινδρομήσεις, και ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση και στη μεταμνημονιακή εποχή.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κατά το 2016 υπήρξε υπέρβαση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης (βάσει του ορισμού του προγράμματος), για δεύτερο συνεχές έτος, σε σχέση με το στόχο του προγράμματος. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016, σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος, διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ.
Στην υπέρβαση του στόχου συνετέλεσαν η καλύτερη πορεία των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους καθώς και η συγκράτηση τόσο των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας όσο και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Κατά τη διάρκεια του 2017 και στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος θεσμοθετήθηκε μια σειρά από δημοσιονομικές ρυθμίσεις με σκοπό την αύξηση των φορολογικών εσόδων, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την αναδιάταξη μεσοπρόθεσμα του τρέχοντος μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Η νομοθέτηση δημοσιονομικών ρυθμίσεων συνεχίστηκε και το 2018 με την ψήφιση του ν. 4512/2018 τον Ιανουάριο στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2018, προβλέπεται η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2017 ύψους 2,44% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 1,75%. Με βάση όμως τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δημοσιονομικά στοιχεία εκτιμάται ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 θα υπερβεί την εν λόγω πρόβλεψη.
Εντούτοις, όπως δείχνουν τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου για το 2017 προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων παρελθόντων οικονομικών ετών (κατασχέσεις, πρόσθετοι φόροι από οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων, ρυθμίσεις οφειλών) που συνδέεται πρωτίστως με συγκυριακούς λόγους, αλλά και από τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Αντίθετα, η αύξηση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους είναι οριακή, παρά την αύξηση των φορολογικών συντελεστών και την επιβολή νέων φόρων. Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη για φορολογική κόπωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και υποδηλώνει την αναγκαιότητα αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Κύρια χαρακτηριστικά της εξέλιξης του εγχώριου τραπεζικού τομέα το 2017 ήταν η σταδιακή ανάκαμψη της οργανικής κερδοφορίας, η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικό επίπεδο, η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών και η μικρή υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σύμφωνα με τους τεθέντες στόχους, με το απόθεμα ωστόσο να παραμένει υψηλό (100,4 δισεκ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2017). Σημειώνεται πάντως ότι, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία Δεκεμβρίου 2017, παρατηρείται σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους (το απόθεμα διαμορφώνεται σε περίπου 95 δισεκ. ευρώ).
Το 2017 παρατηρήθηκε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού προς το τραπεζικό σύστημα. Περαιτέρω, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης κατά τα χρόνια της κρίσης φαίνεται να μην είναι τόσο έντονη πλέον. Τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων εξακολούθησαν να μειώνονται, με χαμηλότερο όμως ρυθμό, και τα επιτόκια τραπεζικού δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνέχισαν να αποκλιμακώνονται.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί το κρισιμότερο πρόβλημα που η κρίση κληροδότησε στις τράπεζες και που αυτές καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν, προκειμένου να εξυγιανθεί πλήρως το δανειακό χαρτοφυλάκιό τους και να καταστεί έτσι δυνατή η αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης. Για το σκοπό αυτό, το θεσμικό πλαίσιο έχει εμπλουτιστεί και οι τράπεζες έχουν αναλάβει σημαντικές δράσεις. Συγκεκριμένα, τέθηκαν σε λειτουργία ηλεκτρονικές πλατφόρμες για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και για πλειστηριασμούς ακινήτων, απλουστεύθηκε το θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης εταιριών διαχείρισης πιστωτικών απαιτήσεων και πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πωλήσεις δανειακών χαρτοφυλακίων.
Επίσης, διαμορφώθηκε το πλαίσιο προστασίας των τραπεζικών στελεχών από ποινικές διώξεις και ενισχύθηκαν τα δικαιώματα εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις. Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί ως προς την απομάκρυνση των εμποδίων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και ειδικότερα η επίπτωση από την έναρξη των πρώτων ηλεκτρονικών πλειστηριασμών στη συμπεριφορά των στρατηγικών κακοπληρωτών αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες για τη θετική εικόνα του τέταρτου τριμήνου.
Οι τράπεζες ακολουθούν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τον προοδευτικό περιορισμό του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με στόχο τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ Ιουνίου 2017 και Δεκεμβρίου 2019 περίπου κατά 37%. Εξάλλου, η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με συσσωρευμένες προβλέψεις είναι ικανοποιητική και η τιμή του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) ήταν το Σεπτέμβριο του 2017 17,1%, υψηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ (15%).
Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, αλλά εφικτοί, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Μετά τη δημοσίευση σχετικών κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό. Επίσης, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και στην περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό το ότι προβλέφθηκε και υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του τρίτου προγράμματος, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις
Σύμφωνα με το νέο εποπτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της φερεγγυότητας του παρόχου ασφαλιστικών υπηρεσιών και τη διαφάνεια στην πληροφόρηση με σκοπό την προστασία του καταναλωτή, οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις από το 2017 δημοσιεύουν ετήσια έκθεση αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας. Τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη για το 2017 παρέμειναν σταθερά και οι δείκτες φερεγγυότητας αναμένεται να βελτιωθούν. Για το μετριασμό όμως των συνεπειών του κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και την αναζήτηση υψηλών αποδόσεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προχώρησαν σε αναπροσαρμογή της επενδυτικής τους στρατηγικής και τροποποίηση των προϊόντων που διαθέτουν με μείωση της απόδοσης που εγγυώνται και προώθηση ασφαλίσεων με επενδύσεις τον κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλισμένοι.
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ
Παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, που ενδέχεται να απειλήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν.
Βραχυπρόθεσμα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι είναι η καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, που θα οδηγούσε σε καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, και η τυχόν απόκλιση από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Επιπλέον, η μη έγκαιρη αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους είναι αιτία που μπορεί να αναζωπυρώσει αβεβαιότητες.
Εξίσου σημαντικός είναι ο κίνδυνος από την αντιστροφή της μέχρι σήμερα θετικής πορείας των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας αποτελεί θετική εξέλιξη στην πορεία προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από τα ελληνικά ομόλογα, ενώ το 2017 οι υψηλές αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων σημείωσαν σημαντική πτώση. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί ακόμα τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση στην ευρωζώνη, απέχοντας 5 βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα, σημαίνει ότι, με τη χώρα εκτός προγράμματος, τα ελληνικά ομόλογα θα παύσουν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις για την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη φθηνή χρηματοδότηση που προσφέρει η ΕΚΤ. Με δεδομένο ότι η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου υπερβαίνει σήμερα το 4%, έναντι περίπου 2% για την Πορτογαλία και την Ιταλία, γίνεται πιθανός ο κίνδυνος δυσμενών επιπτώσεων στη δυναμική του χρέους. Το πρόβλημα ενδέχεται να οξυνθεί, καθώς οι παράγοντες που διαμόρφωσαν ευνοϊκές συνθήκες κατά το περασμένο έτος φαίνεται ότι αντιστρέφονται.
Ελλοχεύουν ωστόσο και εξωτερικοί κίνδυνοι, που δημιουργούν ανησυχίες για τη διατήρηση της εξαιρετικά ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της παγκόσμιας σταθερότητας. Ειδικότερα, σε επίπεδο ΕΕ, εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην καλή οικονομική πορεία της ΕΕ είναι: η προετοιμασία του Brexit μετά τη συμφωνία της 15ης Δεκεμβρίου 2017 για συντεταγμένη έξοδο, και η ανάγκη για εξεύρεση κοινά αποδεκτής συμφωνίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης στο πλαίσιο της προσεχούς αναθεώρησης του κανονισμού του Δουβλίνου τον Ιούνιο του 2018. Επιπρόσθετα, σε επίπεδο ευρωζώνης, σημαντικές αλλαγές που αφορούν την αρχιτεκτονική της αναμένεται να δρομολογηθούν εφέτος, όπως η σύσταση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Καθυστερήσεις των προσδοκώμενων αλλαγών ενδέχεται να ενισχύσουν τις αβεβαιότητες. Σε διεθνές επίπεδο, αναταράξεις προκαλούνται από την επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Β. Κορέα και το Ιράν. Τέλος, σε πολλές χώρες του κόσμου η έξαρση του λαϊκισμού μειώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο κράτος δικαίου.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ: ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση: να επανέλθει στην κανονικότητα και να βρεθεί ξανά σε πορεία σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους. Η επιστροφή σε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη απαιτεί τη διατήρηση και εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί, καθώς και ουσιαστικές αλλαγές σε τομείς που εξακολουθούν και σήμερα να υστερούν, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σύστημα και οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Για να συμβούν όμως τα παραπάνω και να καταστεί η Ελλάδα και πάλι φιλικός προορισμός του επιχειρείν και των παραγωγικών επενδύσεων, θα πρέπει το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής να γίνει αφετηρία ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, του οποίου την πατρότητα των ιδεών και την ευθύνη θα αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση. Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη ημέρα της εξόδου της Ελλάδος από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής θα πρέπει να επικεντρωθεί όχι μόνο στη λήψη μέτρων εξισορρόπησης των διαταραχών του οικονομικού κύκλου, αλλά πρωτίστως στην άσκηση μεσομακροπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής με διττό στόχο την πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και ταυτόχρονα τη διασφάλιση δημοσιονομικής σταθερότητας.
Το σχέδιο πρέπει να στοχεύει σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της ενίσχυσης της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, του εξωστρεφούς προσανατολισμού της παραγωγικής δομής και της ευρύτερης κοινωνικής συμμετοχής. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι η υλοποίηση μεγάλων τομών στον ιστό της οικονομίας. Η εφαρμογή αυτών των τομών απαιτεί την ουσιαστική και ευρεία συναίνεση και συνεννόηση όλων των κοινωνικών ομάδων αλλά και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Σήμερα, σε αυτή την κρίσιμη χρονική συγκυρία για την ελληνική οικονομία, δεν πρέπει να σταματήσει η θετική πορεία προς το μέλλον, ή, ακόμα χειρότερα, να τεθούν σε κίνδυνο αυτά που έχουν επιτευχθεί με μεγάλες θυσίες τα τελευταία εννέα χρόνια, λόγω έλλειψης κοινωνικής συναίνεσης ή λόγω πόλωσης του πολιτικού κλίματος.
Συγκεκριμένα, απαιτούνται:
- Πρώτον, ριζική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης με σαφή οριοθέτηση της κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κράτος θα πρέπει να αναλάβει ρόλο ρυθμιστή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της ιδιωτικής οικονομίας και να αναπτύξει ελεγκτικούς μηχανισμούς και όχι το ρόλο του παραγωγού-επιχειρηματία. Επιπλέον, με την αξιοποίηση των συστημάτων σύμπραξης ιδιωτικού-δημόσιου τομέα σε ένα μεγάλο φάσμα διοικητικών διαδικασιών και παρεχόμενων υπηρεσιών, μεταφέρεται το κόστος από τον φορολογούμενο στον χρήστη, με παράλληλη όμως μέριμνα για τη στήριξη των κοινωνικά αδύναμων.
- Δεύτερον, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Καθώς στο νέο παραγωγικό πρότυπο η παρέμβαση του κράτους περιορίζεται στο ρόλο του ελεγκτή-ρυθμιστή, οι αποκρατικοποιήσεις όχι μόνο θα αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, αλλά κυρίως θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό προς όφελος του καταναλωτή.
- Τρίτον, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα με γνώμονα τη δημιουργία ενός απλού και σταθερού φορολογικού πλαισίου με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
- Τέταρτον, επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλες τις μορφές της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να περιοριστεί αποτελεσματικά το μέγεθος της άτυπης οικονομίας και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα με δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Για την επιτυχία του εγχειρήματος απαιτείται όχι μόνο η εξοικείωση του πολίτη με τις εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και η καλλιέργεια της φορολογικής συνείδησης.
- Πέμπτον, έμφαση στο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία-έρευνα-καινοτομία) με αξιολόγηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και σύνδεση της έρευνας με τη χρηματοδότηση και την παραγωγική διαδικασία. Και τούτο διότι η σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας με την παραγωγική διαδικασία προωθεί την καινοτομία και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.
- Έκτον, και σημαντικότερο, ισχυροποίηση της ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών και του κράτους δικαίου. Για να καταστεί αυτό εφικτό, πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους να αποδεχθούν ότι μόνο κοινωνικά αποδεκτοί και με υψηλό κύρος και ανεξαρτησία θεσμοί, που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων εις βάρος άλλων, προάγουν την ευημερία της κοινωνίας ως συνόλου. Για να επιτύχει η επανεκκίνηση της οικονομίας πρέπει το κύρος των θεσμών, που είναι συνώνυμο με την εμπιστοσύνη στο μέλλον, να εξυψωθεί. Αδύναμοι και κλειστοί θεσμοί παράγουν αβεβαιότητα και απώλεια προσανατολισμού, ενώ αντίθετα ισχυροί, ανεξάρτητοι, ανοικτοί και κοινωνικά αποδεκτοί θεσμοί είναι απαραίτητοι για την επιστροφή στην ομαλότητα.
Σήμερα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται κοντά στην έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην ομαλότητα. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όπως καταγράφονται από τη μέχρι τώρα εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, είναι ενθαρρυντικές. Για να αξιοποιηθούν όμως, απαιτείται ένα συνολικό σχέδιο για το μέλλον μέσα σε κλίμα κοινωνικής συναίνεσης και πολιτικής ομαλότητας, που θα πείθει τις παραγωγικές δυνάμεις και τις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα έχει οριστικά απομακρυνθεί από πρακτικές του παρελθόντος και βρίσκεται πάλι σε τροχιά σύγκλισης με την Ευρώπη.