Τείνει να ακούγεται-διαβάζεται ως «κλισέ» το γεγονός ότι η πανδημία έφερε μια περίπου «αναγκαστική» προώθηση και υιοθέτηση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών (ΤΠΕ), ιδιαίτερα στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Είναι όμως γεγονός ότι η μεγαλύτερη χρήση της τεχνολογίας ήταν –και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι– ο μοναδικός τρόπος για να συνεχίσουν να λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες, είτε αυτές έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των πολιτών είτε με τη λειτουργία του ίδιου του κράτους.
Τα παραπάνω έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη ψηφιακού μετασχηματισμού και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς στον στενό δημόσιο τομέα αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια (με τα σωστά και τα λάθη της). Κάτι που, ας μην κοροϊδευόμαστε, ελάχιστοι δήμοι, δυστυχώς, θα το αντιμετώπιζαν με «θέρμη» αν δεν είχαν τη δυνατότητα να προωθήσουν «τζάμπα» τα σχετικά έργα, τα οποία, ως γνωστόν, χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης». Γιατί, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι καλές προθέσεις και οι εξαγγελίες περισσεύουν, αλλά όταν πρέπει να μπει το χέρι στο ταμείο…
Και μιας και είπαμε για ταμείο, η υποσχόμενη εξοικονόμηση πόρων ήταν ένα άλλο σημαντικό κίνητρο για τους δήμους. Θα μας επιτρέψετε να πιστεύουμε ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών σε ελάχιστες περιπτώσεις δήμων αποτέλεσε το βασικό κίνητρο για να προχωρήσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό που θα οδηγήσει στην «έξυπνη» πόλη.
Και κάπως έτσι ήρθαν –ξανά– στην επιφάνεια οι διαχρονικές αγκυλώσεις που συναντάμε κάθε φορά που η τεχνολογία έρχεται να εκσυγχρονίσει μια λειτουργία του δημόσιου τομέα. Οι οποίες, στην περίπτωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πιο «χτυπητές» σε σχέση με τον στενό δημόσιο τομέα.
Ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευση εκείνων που καλούνται να χειριστούν τα «έξυπνα» συστήματα (που, πολλές φορές, οδηγεί και σε αρνητική στάση για τη χρήση τους), αντίστοιχα ελλιπής ενημέρωση των πολιτών για την αξιοποίηση των νέων ψηφιακών δυνατοτήτων που παρέχουν οι «έξυπνες» πόλεις και, το κυριότερο, έλλειψη στις περισσότερες περιπτώσεις των δήμων της επαρχίας του κατάλληλα καταρτισμένου προσωπικού, που θα είναι σε θέση να σχεδιάσει ένα ολοκληρωμένο πλάνο, που να ορίζει τις ανάγκες του δήμου τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, με αποτέλεσμα την επανάληψη λαθών που είδαμε και στο παρελθόν σε αντίστοιχα έργα του στενού δημόσιου τομέα.
Τεχνολογικές «νησίδες» χωρίς διαλειτουργικότητα
Η έλλειψη επαρκώς καταρτισμένου προσωπικού στα τμήματα τεχνικής υποστήριξης των περισσότερων δήμων (ειδικά των απομακρυσμένων μικρότερων δήμων της Περιφέρειας), αλλά και η «βιασύνη» προκειμένου να μην περάσουν οι σχετικές προθεσμίες για την εκδήλωση ενδιαφέροντος στο πλαίσιο του προγράμματος «Αντώνης Τρίτσης», οδήγησαν πολλές φορές τους δήμους στον σχεδιασμό και την υλοποίηση «έξυπνων» έργων ΤΠΕ, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις και τα ίδια τα «έξυπνα» έργα δεν ήταν όσο «έξυπνα» θα μπορούσαν, ακριβώς γιατί οι προδιαγραφές που είχαν τεθεί είχαν σχεδιαστεί από μη επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό.
Για παράδειγμα, πολλοί δήμοι αντιλαμβάνονται (και υλοποιούν) ως έργο «έξυπνου» δημόσιου φωτισμού την αλλαγή των συμβατικών λαμπτήρων με λαμπτήρες LED και μόνο, παραβλέποντας δυνατότητες όπως η αυτόματη ενεργοποίηση-απενεργοποίηση αλλά και η προσαρμογή της φωτεινότητας με βάση τη φωτεινότητα του περιβάλλοντος χώρου, κάτι που δίνει πολύ μεγαλύτερη οικονομία στην απαιτούμενη ενέργεια σε σχέση με την απλή αλλαγή των λαμπτήρων σε LED.
Αυτό ακριβώς το λάθος της μη κατάρτισης ολοκληρωμένου πλαισίου για τον συνολικό ψηφιακό μετασχηματισμό έκανε παλαιότερα και η ίδια η Πολιτεία για τις υπηρεσίες του στενού δημόσιου τομέα, κι αυτό ακριβώς το λάθος πάει τώρα να διορθώσει το μεγάλο έργο για το Gov-ERP, ύψους 51,5 εκατ. ευρώ, που προκηρύχθηκε πρόσφατα.
«Αγκάθι» η έλλειψη καταρτισμένων στελεχών
Η ανάγκη διαλειτουργικότητας των «έξυπνων» συστημάτων σε μια «έξυπνη» πόλη απαιτεί μια ολιστική μελέτη, που θα αντιμετωπίζει την πόλη ως ένα ενιαίο οικοσύστημα, μέσα στο οποίο όλα τα επιμέρους «έξυπνα» συστήματα οφείλουν να επικοινωνούν και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ θα πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό «έξυπνο» σύστημα που θα είναι σε θέση να διαχειρίζεται αυτόματα τα δεδομένα από τα διάφορα υποσυστήματα και επίσης αυτόματα να κατανέμει τους αντίστοιχους ανθρώπινους και μη πόρους.
Αυτό απαιτεί τη λειτουργία μιας «ανοιχτής» ψηφιακής πλατφόρμας, που αφενός θα είναι σε θέση να ενσωματώσει τις διαφορετικές υλοποιήσεις «έξυπνων» έργων σε ένα ενιαίο ψηφιακό οικοσύστημα (καθώς καμία εταιρεία δεν έχει την τεχνογνωσία για να υλοποιήσει όλα τα έργα που αφορούν στις «έξυπνες» πόλεις) και αφετέρου θα μπορεί να ενσωματώσει και να αξιοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα δεδομένα και τις δυνατότητες που προκύπτουν από έργα ΤΠΕ που είχαν ήδη υλοποιηθεί, καθώς είναι μάλλον ανεδαφικό (αλλά και αχρείαστο, αν όχι και πρακτικά αδύνατο, στις περισσότερες περιπτώσεις) μια πόλη να οδηγηθεί στο «ξήλωμα» του συνόλου των συμβατικών υποδομών της για να δημιουργήσει νέες, «έξυπνες», από το μηδέν…
Τα παραπάνω όμως απαιτούν την ύπαρξη στους δήμους στελεχών με την απαραίτητη τεχνογνωσία και δυστυχώς αυτό, συχνά, δεν συμβαίνει. Σε πρόσφατο διαδικτυακό συνέδριο για τις «έξυπνες» πόλεις, πολλοί δήμαρχοι αλλά και περιφερειάρχες σχεδόν παρακαλούσαν τα κυβερνητικά στελέχη που συμμετείχαν, προκειμένου η κυβέρνηση να βοηθήσει στην εξεύρεση-κατάρτιση των στελεχών που θα βοηθούσαν τους δήμους στην κατάρτιση ολοκληρωμένων σχεδίων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των πόλεων.
Το «μπαλάκι» στην κυβέρνηση
Για να φέρει όμως ουσιαστικά αποτελέσματα ο ψηφιακός μετασχηματισμός που οδηγεί στις «έξυπνες» πόλεις είναι απαραίτητη τόσο η «εκπαίδευση» των πολιτών, που ως τελικοί χρήστες θα κληθούν να αξιοποιήσουν τις νέες ψηφιακές υπηρεσίες, όσο και η δημιουργία κινήτρων, προκειμένου αυτοί να αποκτήσουν τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό που θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν αυτές τις ψηφιακές υπηρεσίες, είτε από το σπίτι τους είτε εν κινήσει.
Και τα κίνητρα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά, μόνιμα και να αφορούν όλους τους πολίτες, και όχι αποσπασματικά και με κριτήρια που αφήνουν εκτός μεγάλο αριθμό πολιτών. Και ο «κλήρος» για τα παραπάνω πέφτει στην κυβέρνηση, που είναι και η πλέον αρμόδια για τη θέσπιση τέτοιων κινήτρων.
Το 2021 είναι τουλάχιστον παράλογο τα ηλεκτρονικά είδη και οι ψηφιακές υπηρεσίες να φορολογούνται με τον ΦΠΑ που μπαίνει στα είδη πολυτελείας και οι πολίτες να πληρώνουν ακόμα το αναχρονιστικό «Σημιτόσημο» (που κινείται και στα όρια του Νόμου) στις υπηρεσίες κινητών επικοινωνιών, τη στιγμή που σήμερα οι τηλεπικοινωνίες και το Internet είναι εξίσου απαραίτητα με το ρεύμα και το νερό…
……………………………..
περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν