αναδημοσίευση περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν 2021

 

Μεγάλο ενδιαφέρον από Έλληνες και ξένους επενδυτές καταγράφεται στις πρώτες επαφές που έχουν με τις τράπεζες, βολιδοσκοπώντας τις δυνατότητες δανειοδότησης επενδύσεων μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρόκειται για ποσό σχεδόν 13 δισ. ευρώ, το οποίο θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, για να μοχλευτεί ένα συνολικό ποσό ιδιωτικών επενδύσεων πάνω από 30 δισ. ευρώ.

Επενδυτικά projects στους τομείς της ενέργειας, της απολιγνιτοποίησηs, της ψηφιοποίησης, της αμυντικής βιομηχανίας, αλλά και του Ελληνικού, φαίνεται να είναι έτοιμα και περιμένουν την εκκίνηση της επίσημης διαδικασίας προκειμένου να υποβληθούν στις τράπεζες.

Ήδη στους τραπεζικούς ομίλους έχουν δημιουργηθεί ειδικά γραφεία, με τη συνεργασία των σχετικών διευθύνσεων, που συζητούν με πελάτες πιθανές επενδύσεις και λειτουργούν συμβουλευτικά, με στόχο την επιτυχή ένταξη των έργων στο Ταμείο, αλλά και την εξασφάλιση του απαιτούμενου τραπεζικού δανεισμού.

Σύμφωνα με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, αναμένεται να μπουν στην τελική φάση επεξεργασίας επενδυτικά σχέδια που μπορούν να κινητοποιήσουν άμεσα το ένα τρίτο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ σημαντική προεργασία θα πρέπει να γίνει προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες για την απορρόφηση των υπόλοιπων κεφαλαίων που θα έρθουν στη χώρα μας.

Το φάσμα των επενδύσεων και οι προϋποθέσεις

Το φάσμα των πιθανών επενδύσεων είναι πολύ μεγάλο, περιλαμβάνοντας από AΠE και αποθήκευση ενέργειας, υδρογόνο και τη χρήση του στην παραγωγή ενέργειας, τις μεταφορές και στη βιομηχανία, υποδομές ενέργειας (καλώδια, αγωγοί αερίου), μέχρι τη διαχείριση απορριμμάτων, υποδομές δρόμων, τουρισμό, scalability ελληνικών εταιρειών (συγχωνεύσεις) και ΣΔIT.

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ή τα έργα είναι:

  • Οι επιχειρήσεις που θα χρηματοδοτηθούν πρέπει, καταρχάς, να είναι αξιόχρεες (Bankable) και επιπλέον το έργο για το οποίο αιτούνται χρηματοδότηση να πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ταμείου.
  • Η δυνατότητα του φορέα της επένδυσης να συνεισφέρει ιδία συμμετοχή και το ύψος αυτής αποτελεί σημαντικό παράγοντα.

Η διοχέτευση θα γίνεται μέσα από 3 κανάλια:

  1. Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κυρίως ΕΤΕπ και EBRD, που θα ασχοληθούν με μεγαλύτερα επενδυτικά σχέδια. Ήδη η κυβέρνηση έχει υπογράψει συμφωνία με την ΕΤΕπ για τη διαχείριση επενδύσεων 5 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι θα διαχειριστεί τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ από τα 13 δισ. ευρώ των δανείων που δικαιούται η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεδομένου του ότι το δάνειο θα φτάνει έως το 50% της επένδυσης.
  2. Τις εμπορικές τράπεζες, εντός και εκτός Ελλάδας.
  3. Την Εquity Platform, που θα απευθύνεται σε ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις και θα πάρει πολύ μικρότερο μερίδιο από τα δύο πρώτα κανάλια.

Ένας ανεξάρτητος ελεγκτής, εγκεκριμένος από το Υπουργείο Οικονομικών, θα αξιολογεί την επιλεξιμότητα της επένδυσης και θα επαληθεύει τη μέγιστη κρατική ενίσχυση.

Αν μια επένδυση είναι επιλέξιμη, οι τράπεζες προχωρούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του επενδυτή και της σκοπιμότητας της επένδυσης σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια.

Τα δάνεια θα δίνονται στις τράπεζες σε δόσεις των 100-200 εκατ. ευρώ κάθε φορά και όταν συμβασιοποιείται ένα μεγάλο ποσοστό, θα μπορεί να δίνεται η επόμενη δόση.

Η αποπληρωμή του κεφαλαίου καθώς και οι τόκοι γίνονται από τον επενδυτή σε ξεχωριστούς λογαριασμούς, έναν στην Εμπορική Τράπεζα και έναν στην Ελληνική Κυβέρνηση. Πάντως, το συνολικό πρόγραμμα θα είναι «ανοιχτό» για τρία με τέσσερα χρόνια τουλάχιστον.

Πακτωλός ρευστότητας

Ύστερα από μία δεκαετία βαθιάς οικονομικής κρίσης και ανάκαμψης, χωρίς δάνεια, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία στις τράπεζες να ανοίξουν και πάλι τη στρόφιγγα των δανείων στις επιχειρήσεις και να βγουν κερδισμένες από τη δημιουργία νέων χαρτοφυλακίων υγιών δανείων, μετά το μεγάλο «ξεφόρτωμα» των μη εξυπηρετούμενων.

Τα κορυφαία στελέχη των τραπεζών δεν κρύβουν την αισιοδοξία τους για το νέο αναπτυξιακό περιβάλλον που θα δημιουργήσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Η Alpha Bank έγινε η πρώτη τράπεζα που αντλεί νέα κεφάλαια από τους μετόχους για να υποστηρίξει τις νέες δανειοδοτήσεις. Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Βασίλης Ψάλτης, σε κάθε δημόσια τοποθέτησή του επισημαίνει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αποτελεί μόνο μια μεγάλη ευκαιρία για την οικονομία, αλλά μπορεί και να φέρει μεγάλα οφέλη στις τράπεζες.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Alpha Bank, οι πόροι του Ταμείου θα προκαλέσουν μια θεαματική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τον επιχειρηματικό τομέα. Σε όλη τη διάρκεια του ευρωπαϊκού προγράμματος, έως το 2026, οι τράπεζες θα χορηγήσουν νέα επιχειρηματικά δάνεια 33 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2024 θα χορηγηθούν δάνεια ύψους 24 δισ. ευρώ.

Για να γίνει αντιληπτό πόσο ισχυρή ώθηση θα δώσει το Ταμείο Ανάκαμψης στις χορηγήσεις των επιχειρηματικών δανείων, αρκεί να αναφερθεί ότι το ποσό των 33 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα χορηγηθούν έως το 2026 αντιστοιχεί περίπου στο 50% του συνόλου του υπολοίπου δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις τον Μάρτιο του 2021, το οποίο ανερχόταν σε 66,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος.

Συνολική αύξηση πιστώσεων στον επιχειρηματικό τομέα (2021-2026)

Το Ταμείο Ανάκαμψης φέρνει μια πρωτοφανή κινητοποίηση πόρων σε μια τόσο σύντομη περίοδο. Συνολικά, «ξεκλειδώνονται» 31 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 18 δισ. σε επιδοτήσεις και τα 13 δισ. σε δάνεια μηδενικού επιτοκίου, που εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσουν πρόσθετες επενδύσεις 27 δισ. ευρώ.

Το 33% των πόρων θα κατευθυνθούν στην πράσινη μετάβαση, 29% στην απασχόληση και κοινωνική συνοχή, 26% σε ιδιωτικές επενδύσεις και 12% στην ψηφιακή μετάβαση.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της Alpha Bank, το Ταμείο Ανάκαμψης θα προσθέσει 1,2%-2% του ΑΕΠ στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης.

Προτεραιότητα οι ιδιωτικές επενδύσεις

Το Ταμείο Ανάκαμψης δίνει μια απάντηση στην αγωνία των ελληνικών τραπεζών για την επόμενη ημέρα, μετά την εκκαθάριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων δανείων που κληρονόμησαν από τη δεκαετή οικονομική κρίση.

Από τη μια πλευρά, η ταχύτατη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων από σχεδόν 50% σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά θα οδηγήσει στην εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών και θα τους επιτρέψει να ασχοληθούν και πάλι με τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Από την άλλη, όμως, η συρρίκνωση των χαρτοφυλακίων δανείων δεν παύει να προκαλεί μια απώλεια εσόδων από τόκους και οι τράπεζες θα απαιτηθεί, το συντομότερο δυνατόν, να αντικαταστήσουν τα κόκκινα δάνεια που εκκαθαρίζονται με πράσινα (εξυπηρετούμενα) δάνεια, για να δημιουργήσουν νέες και βιώσιμες ροές εσόδων και να «χτίσουν» ξανά την κερδοφορία τους.

Μάλιστα, αυτήν τη φορά, έχοντας αντλήσει διδάγματα από κακές εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος και προσαρμόζοντας την πολιτική τους στην ανάγκη για ένα νέο, βιώσιμο, παραγωγικό και εξωστρεφές μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποφύγουν μια πιστωτική «έκρηξη» προς την κατεύθυνση των καταναλωτικών δανείων και να χρηματοδοτήσουν πρωτίστως τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα ενισχύει το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα επιτρέψει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε μια πρωτοφανή αύξηση των εκταμιεύσεων δανείων προς τον επιχειρηματικό τομέα και να αυξήσουν το συνολικό υπόλοιπο των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θεαματικά μέσα σε μια πενταετία.

Η σημασία αυτής της εξέλιξης γίνεται εμφανής αν ανατρέξει κανείς στα στοιχεία που αποτυπώνουν με σαφήνεια τη ραγδαία συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου επιχειρηματικών δανείων τα τελευταία χρόνια: η «αναιμική» αύξηση των χορηγήσεων συνδυάστηκε με εκτεταμένο «ξεφόρτωμα» προβληματικών επιχειρηματικών δανείων με τιτλοποιήσεις και πωλήσεις.

Το 2016 ήταν η τελευταία χρονιά κατά την οποία οι ροές νέων δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν οριακά αρνητικές. Στο τέλος του 2016, το υπόλοιπο των δανείων αυτής της κατηγορίας ήταν 87,5 δισ. ευρώ.

Τα επόμενα χρόνια, οι ροές αυξήθηκαν, για να ανέλθουν στα 6,7 δισ. ευρώ το 2020. Όμως, παράλληλα, μεγάλος αριθμός δανείων διαγράφηκαν ή τέθηκαν εκτός τραπεζικών ισολογισμών, με αποτέλεσμα να επέλθει μια δραματική συρρίκνωση του υπολοίπου τους, στα 66,4 δισ. ευρώ, τον Μάρτιο του 2021. Πρόκειται για μια μείωση του υπολοίπου δανείων το ύψος της οποίας ξεπέρασε τα 21 δισ. ευρώ μέσα σε τέσσερα χρόνια, και υπάρχουν πλέον βάσιμες προσδοκίες ότι μπορεί να αναπληρωθεί χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Ψηλά ο πήχης για το τραπεζικό σύστημα

Πάντως, η δυνατότητα μεγάλης αύξησης των χορηγήσεων μέσα στην επόμενη πενταετία δεν προσφέρεται στις τράπεζες ως μια εύκολη διαδικασία, που θα διεκπεραιωθεί αυτόματα, χωρίς μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά τους. Αντίθετα, ο πήχης της δυσκολίας είναι τοποθετημένος αρκετά ψηλά, καθώς:

  • Η ταχύτατη αύξηση των χορηγήσεων επιβάλλει στις τράπεζες να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση, θέμα στο οποίο αναφέρθηκε πρόσφατα με αρκετά επιτακτικό τρόπο και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Με τα σημερινά δεδομένα, τα κεφάλαια των τραπεζών φαίνεται να επαρκούν για να αντιμετωπιστούν οι ζημιές που θα φέρει η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, όμως στην πορεία θα χρειαστεί να ενισχύσουν και πάλι την κεφαλαιακή τους βάση με εκδόσεις μετοχών ή ομολόγων, για να υποστηρίξουν μια μεγάλη αύξηση των δανείων. Η Alpha Bank ήταν η πρώτη τράπεζα που αναγνώρισε αυτήν την ανάγκη για αναπτυξιακές αυξήσεις κεφαλαίου και θεωρείται βέβαιο ότι, μεσοπρόθεσμα, στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθούν και οι άλλες τράπεζες.
  • Η μεγάλη αύξηση στις χορηγήσεις επιχειρηματικών δανείων απαιτεί και διαφορετικό τρόπο εσωτερικής οργάνωσης των τραπεζών, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ανάγκη εξεύρεσης και αξιολόγησης επενδυτικών σχεδίων. Για παράδειγμα, η Alpha Bank έκανε γνωστό ότι δημιουργεί ειδική ομάδα συντονισμού του σχεδίου χορήγησης δανείων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ προσαρμόζει κατάλληλα το πλαίσιο αξιολόγησης κινδύνων, ώστε αυτό να ευθυγραμμίζεται με τις αναπτυξιακές προοπτικές που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης. Επίσης, δημιουργεί εξειδικευμένες λειτουργίες νομικής και λειτουργικής υποστήριξης και αναπτύσσει ειδικά καινοτομικά προϊόντα που θα συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως ένα επενδυτικό ταμείο που θα δώσει τη δυνατότητα σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές να τοποθετήσουν κεφάλαια σε επενδυτικά σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ουσιαστικά, το τραπεζικό σύστημα καλείται σε πολύ σύντομο χρόνο «να γυρίσει τον διακόπτη» της λειτουργίας του και αντί να ασχολούνται στρατιές στελεχών με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να στραφούν στην προώθηση των επενδυτικών σχεδίων που θα υποστηριχθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, τα κεφάλαια των τραπεζών, αντί να «καίγονται» από τις ζημιές που δημιουργούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα πρέπει να υποστηρίξουν τις νέες χορηγήσεις δανείων.

Μεγάλες αλλαγές, από τις οποίες θα κριθεί τελικά και αν θα καταφέρουν οι τράπεζες να παρουσιάσουν τα διψήφια ποσοστά απόδοσης κεφαλαίου που υπόσχονται σήμερα οι διοικήσεις.