Μύθος αποτελεί η πολυφαρμακία στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας. Η σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι η κατανάλωση φαρμάκων σε ποσότητες είναι μικρότερη στη χώρα μας σε 7 από τις 9 πρώτες σε χρήση κατηγορίες σκευασμάτων.
Οι μοναδικές κατηγορίες φαρμάκων, στις οποίες πράγματι καταγράφεται μεγαλύτερη κατανάλωση σε σχέση με άλλες χώρες είναι τα αντιβιοτικά και τα σκευάσματα για την αντιμετώπιση αιματολογικών παθήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε από τους πρωταθλητές στην Ευρώπη σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις.
Η νέα έρευνα φέρει τον τίτλο: «Αλήθειες και ψέματα για τη φαρμακευτική κατανάλωση στην Ελλάδα» και παρουσιάστηκε σε διαδικτυακή συνέντευξη από τον καθηγητή κ. Γιάννη Κυριόπουλο και τον κύριο ερευνητή κ. Κώστα Αθανασάκη. Οι ερευνητές συνέκριναν δεδομένα για τη φαρμακευτική κατανάλωση, που τηρούνται στην έγκυρη βάση δεδομένων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Τα ευρήματα εξέπληξαν και τους ίδιους τους ερευνητές, όπως παραδέχθηκε ο κ. Αθανασάκης, καθώς ούτε και ο ίδιος ανέμενε ότι στην Ελλάδα όχι μόνο δεν θα είχαμε πολυφαρμακία, αλλά η κατανάλωση θα ήταν πολύ κάτω από το μέσο όρο των περισσοτέρων κατηγοριών. Αυτό αποδεικνύει ότι η υπερσυνταγογράγηση και υπερκατανάλωση φαρμάκων είναι μύθοι και δεν μπορεί να συνεχίζουν να κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο για τον καθορισμό της φαρμακευτικής πολιτικής.
Στην ανάλυσή του το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας, καταλήγει πως οι παραπάνω διαπιστώσεις δείχνουν ότι η πολιτική του φαρμάκου χρειάζεται μάλλον να στραφεί σε μέτρα των άλλων δύο συστατικών της φαρμακευτικής δαπάνης (τις τιμές και τη σύνθεση του «καλαθιού» των φαρμάκων) και όχι στον τον όγκο της κατανάλωσης προκειμένου να είναι επιτυχής.
Ο κ. Κυριόπουλος σημείωσε ότι εκείνο που είναι αυξημένο στην Ελλάδα και επηρεάζει τις δαπάνες δεν είναι η κατανάλωση σε όγκο, αλλά η μέση τιμή της ημερήσιας δόσης φαρμάκων. Στη χώρα μας ανέφερε αυτή η μέση τιμή παραμένει αυξημένη, σε σχέση με άλλες χώρες και επηρεάζει τις συνολικές δαπάνες. Επίσης, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε με πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σχέση με τη μείωση των τιμών, και έτσι η χώρα εμφανίζεται να διατηρεί υψηλό ποσοστό δαπανών για φάρμακα ως προς το ΑΕΠ, σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας κατέθεσε μια ολοκληρωμένη πρόταση για την επίλυση του ζητήματος του clawback βασισμένη στα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς του φαρμάκου στην Ελλάδα, αλλά και τις δημοσιονομικές απαιτήσεις, και η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν προτάσεις εμπειρογνωμόνων αλλά και τις απόψεις των εμπλεκομένων μερών.
Προτείνονται μέτρα άμεσου αποτελέσματος (όπως άμεση ανατιμολόγηση του συνόλου των φαρμάκων, εθελοντικές μειώσεις τιμών, μεταβολές στη διαδικασία «τύπου ΗΤΑ» όσον αφορά βιοομοειδή και γενόσημα, διαπραγματεύσεις στις 10 μείζονες θεραπευτικές κατηγορίες και συγκρότηση του θεσμού του «Αρχιάτρου του ΕΟΠΥΥ» για την έκδοση οδηγιών πολιτικής συνταγογράφησης) και μια σειρά από δομικά ή μακροπρόθεσμα μέτρα.