Διαδικτυακή συζήτηση με θέμα την ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με αφορμή τη σχετική μελέτη που δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 2020, πραγματοποίησε χθες η διαΝΕΟσις.
Στη συζήτηση υπό τον συντονισμό του Θοδωρή Γεωργακόπουλου από τη διαΝΕΟσις, συμμετείχαν ο Γιάννης Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις και επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, η Μίνα Γκάγκα, Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας – συντονίστρια διευθύντρια της 7ης Πνευμονολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» και ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η Μίνα Γκάγκα ξεκίνησε συμφωνώντας με τα ευρήματα και τις προτάσεις της μελέτης. Φέροντας την εμπειρία της μέσα από τα ελληνικά νοσοκομεία, επιβεβαίωσε ότι “το ΕΣΥ δεν λειτουργεί με γνώμονα τι χρειάζονται οι άρρωστοι”. Οι προσλήψεις στελεχών είναι λίγες, δήλωσε, και συνήθως υπηρετούν πολιτικά συμφέροντα, αντί για τις ανάγκες της υγείας. Οι χρονίως πάσχοντες δεν φιλοξενούνται σε δομές φροντίδας ή αποκατάστασης. Η διαχείριση των προϋπολογισμών δεν πραγματοποιείται με ορθολογικό τρόπο και το υφιστάμενο σύστημα παραδόξως επικροτεί τη σπατάλη.
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στο ΕΣΥ, ενώ θεωρεί πως “η Πολιτεία πήρε μέτρα εγκαίρως”, χάθηκε πολύς χρόνος στην οργάνωση απομάκρυνσης θετικών νοσούντων από τους αρνητικούς, οι ανάγκες για στελέχωση αυξήθηκαν δραματικά και η κούραση του προσωπικού είναι εμφανής. Θετικό είναι ότι υλοποιήθηκε η άυλη συνταγογράφηση. Επιπλέον, έγιναν νέες προσλήψεις στα νοσοκομεία που έφεραν μεν νοσηλευτές, αλλά όχι αρκετούς γιατρούς.
Στη συνέχεια, τοποθετήθηκε ο Γιάννης Τούντας ο οποίος παρέθεσε συνοπτικά κάποιες από τις βασικότερες προτάσεις της μελέτης -οι οποίες συνολικά φτάνουν τις 100. Αρχικά, πέρα από τις αξίες της ισοτιμίας και της δωρεάν περίθαλψης, το ΕΣΥ πρέπει να “μπολιαστεί και με άλλες αξίες”, όπως η ελευθερία επιλογής του πολίτη, η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και η χρήση μοντέρνων τεχνολογιών.
Θεμελιώδης πρόταση, όπως εξήγησε ο κ. Τούντας, είναι η αποκέντρωση της διοίκησης. Σήμερα, κυρίαρχος διαχειριστής του ΕΣΥ είναι ο/η υπουργός Υγείας, “ενώ η μέση θητεία του/της από τη Μεταπολίτευση και μετά είναι 18-20 μήνες”. Προτείνεται η θέσπιση ενός Κέντρου Στρατηγικού Σχεδιασμού και Αξιολόγησης για την επεξεργασία των δεδομένων που συλλέγονται, με σκοπό την ανάδειξη σχετικών δράσεων. Η διοίκηση, επίσης, θα πρέπει, όπως είπε ο κ. Τούντας, να “κατέβει πιο χαμηλά”: οι 7 υγειονομικές περιφέρειες να γίνουν 13 και να ταυτιστούν με τις διοικητικές περιφέρειες, καθώς επίσης να επιβληθεί και η συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Για την καλύτερη οργάνωση των νοσοκομείων θα πρέπει επίσης από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου να μεταβληθούν σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Αυτό θα τους επιτρέψει ευελιξία σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις, την τροφοδοσία και τη χρήση τεχνολογιών. Ακόμη και ως ΝΠΙΔ, τα νοσοκομεία θα διατηρούν τον δημόσιο χαρακτήρα τους καθώς η πρόταση τα τοποθετεί ως θυγατρικές εταιρείες της εκάστοτε περιφέρειακής αρχής, που θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Εξίσου σημαντικά, ραχοκοκαλιά κάθε εθνικού συστήματος υγείας πρέπει να αποτελεί η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, που στην Ελλάδα πρακτικά είναι ανύπαρκτη.
Στο ερώτημα πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι προτάσεις απάντησε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος. “Ο δείκτης αποδοτικότητας του νοσοκομειακού τομέα είναι κάτω από το 60%”, τόνισε, άρα “πριν διορθωθεί το σύστημα δεν χρειάζεται να ρίξεις λεφτά. Είναι σα να ρίχνεις λεφτά σε τρύπιο βαρέλι”. Ως πρώην διοικητής του ΙΚΑ, ο Μιλτιάδης Νεκτάριος έδωσε έμφαση σε μία από τις προτάσεις της μελέτης που θέλει τον ΕΟΠΥΥ να γίνεται μοναδικός αγοραστής των υπηρεσιών υγείας, κάτι που τώρα διαχειρίζεται το υπουργείο Οικονομικών. Πρόκειται για μέτρο που έλαβε χώρα στο 2ο κύμα μεταρρυθμίσεων των συστημάτων υγείας στην Ευρώπη, αλλά που στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Συζητήθηκε επίσης το θέμα της χωροταξίας των νοσοκομείων, καθώς το νοσοκομειακό δίκτυο της χώρας χαρακτηρίζεται από μικρές μονάδες που πολλές φορές εξυπηρετούν πολύ κοντινές περιοχές. Και οι τρεις ομιλητές συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει σύμπτυξη των μονάδων και μετατροπή κάποιων σε άλλου είδους δομές (π.χ. για χρόνιους παθούντες).
Και οι τρεις ομιλητές συμφώνησαν πως η πολιτική βούληση είναι απαραίτητο συστατικό για τον εκσυγχρονισμό του ΕΣΥ. Ενώ, όπως σημείωσε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, “με αυτές τις προτάσεις δεν υπάρχει περιθώριο λάθους ή αποτυχίας”, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί επειδή οι πολιτικές ηγεσίες δεν επιθυμούν την αντιπαράθεση με συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο φόβος των συνδικαλιστικών φορέων είναι ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης. Όμως, με το υφιστάμενο σύστημα, οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ και φτάνουν το 40% (€6 δισ. από τα 15). Ταυτόχρονα, η ικανοποίηση των πολιτών από το σύστημα υγείας τους είναι η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ-28.
Κλείνοντας, ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος έθεσε ένα κρίσιμο ερώτημα: Πόσο χρόνο έχουμε για να τα υλοποιήσουμε όλα αυτά;
“Έπρεπε να έχουμε ξεκινήσει χθες”, είπε η Μίνα Γκάγκα. “Ο χρόνος κυλά αντίστροφα”, συμφώνησε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος και συνέχισε: “Όλα αυτά είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν μέσα σε 2-3 χρόνια για να αποκτήσουμε ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο”. Παράλληλα, καθώς η χώρα μας αντιμετωπίζει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας, η ανάγκη για αναμόρφωση του ΕΣΥ είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Όπως είπε και ο Γιάννης Τούντας: “Η πανδημία δεν είναι μόνο πρόβλημα για κλινικούς γιατρούς και λοιμωξιολόγους. Είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας και η μάχη δίνεται στην κοινότητα, εκεί όπου πάσχουμε”.
Η επίκληση για μεταρρυθμίσεις είναι επείγουσα όμως και για έναν ακόμη λόγο, τον οποίο υπογράμμισε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος: “Μετά το 2030, εάν δεν κάνουμε τίποτα τώρα, η κατάσταση δε θα είναι απλώς δραματική. Όσοι προλάβουν θα πρέπει να φύγουν από τη χώρα. Όταν το 40% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, δε θα υπάρχει πλέον δυνατότητα για διόρθωση στο ΕΣΥ”.