Εικόνα ύφεσης παρουσιάζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της εαρινής έκδοσης του 2024, της SMEunited, που αφορά στον Δείκτη Επιχειρηματικού Κλίματος και του «Βαρομέτρου των ΜμΕ».
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης ενημερώνοντας τα μέλη του Δ.Σ. για την παρουσίαση που έγινε σήμερα, 30 Απριλίου 2024, στις Βρυξέλλες, από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Βιοτεχνικών, Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (SMEunited).
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος στις χώρες του Βορρά υποχώρησε στις 66,8 μονάδες, πέφτοντας κάτω από τη βασική γραμμή των 70, υποδεικνύοντας ότι οι ΜμΕ βρίσκονται σε ύφεση. Αντίστοιχα για τις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου ο δείκτης μειώθηκε στις 71,3 μονάδες, αλλά παρέμεινε πάνω από τη βασική γραμμή.
Εκτιμάται, λοιπόν, ότι ενώ η πτώση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος παρατηρείται σε ολόκληρη την ΕΕ, παράγοντες όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος, οι διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού και η μειωμένη διεθνής ανταγωνιστικότητα κάνουν την πτώση του επιχειρηματικού κλίματος πιο έντονη στον «βιομηχανοποιημένο» Βορρά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό Νότο.
Όμως, ταυτόχρονα, το βαρόμετρο της ΕΕ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπογραμμίζει την ανάπτυξή τους σε όλους τους τομείς. Παρά την πτωτική συνολική κατάσταση και τις τιμές, το φθινόπωρο του 2023, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ΜμΕ παρέμειναν σχετικά σταθερές σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο. Η συνολική κατάσταση για το φθινόπωρο του 2023 αποδείχθηκε χειρότερη από το αναμενόμενο, επηρεασμένη από γεωπολιτικές εντάσεις, αυστηρές νομισματικές πολιτικές και μειωμένη κερδοφορία. Ωστόσο, η πτώση της συνολικής κατάστασης δεν αντικατοπτρίστηκε σαφώς στον κύκλο εργασιών των ΜμΕ, καθώς η αναμενόμενη αρνητική εξέλιξη του κύκλου εργασιών δεν επετεύχθη.
Όσον αφορά τις προσδοκίες για το τρέχον πρώτο εξάμηνο του 2024 εκτιμάται πως η κατάσταση θα παραμένει αρνητική καθώς τα υψηλά επιτόκια και οι γεωπολιτικές εντάσεις συνεχίζουν να επιδεινώνουν τη συνολική κατάσταση των ΜμΕ. Ακόμη, σημειώνεται ότι οι αυξήσεις των μισθών αυξάνουν το κόστος, ασκώντας πίεση στις ΜμΕ να αυξήσουν τις τιμές, ιδιαίτερα στους τομείς των υπηρεσιών έντασης εργασίας.
Τα υψηλά επιτόκια έχουν έντονο αντίκτυπο και στον κατασκευαστικό τομέα, όπου ο τζίρος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω λόγω του υψηλού κόστους των στεγαστικών δανείων.
Οι προσδοκίες για την απασχόληση υποδηλώνουν μια ελαφρά χαλάρωση των αγορών εργασίας καθώς οι ΜμΕ προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό τους στην τάση στασιμότητας του κύκλου εργασιών ενώ η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και η εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού παραμένουν τα πιο σημαντικά στοιχεία πολιτικής για την ενίσχυση των ΜμΕ της Ευρώπης.