Στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας μετά τις εκλογές προσβλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Μιλώντας στο gala dinner του συνεδρίου που διοργανώνει το Ελληνο – Βρετανικό επιμελητήριο σε συνεργασία με τον Economist, εμφανίστηκε αισιόδοξος τόσο για την αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, όσο και για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Όπως είπε χαρακτηριστικά αν κινδυνεύει από κάτι η ελληνική οικονομία αυτό δεν είναι η ύφεση αλλά η υπερθέρμανση της. Επανέλαβε ότι το ΑΕΠ φέτος θα αυξηθεί φέτος κατά περίπου 2,3%, ξεπερνώντας σημαντικά τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ευρωζώνης στο σύνολο της. Για το δημόσιο χρέος υποστήριξε ότι τα επόμενα χρόνια – χωρίς μάλιστα να συνυπολογιστεί η θετική επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων του προυπολογισμού – ο λόγος του δημοσίου χρεους ως προς το ΑΕΠ θα μειώνεται κατά περίπου 4% ετησίως.

Για το θέμα των επιτοκίων και για πόσο χρόνο θα παραμείνουν υψηλά, ανέφερε ότι «όταν εξασθενήσουν οι αρνητικές αυτές επιδράσεις, και με την προϋπόθεση ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες θα παραμένουν σταθερές, τα επιτόκια θα μπορέσουν να αποκλιμακωθούν σταδιακά, στο βαθμό που αυτό είναι σε αρμονία με την επίτευξη του στόχου μας. Όταν επιτύχουμε το στόχο μας για τον πληθωρισμό, οι αγορές αναμένουν ότι τα επιτόκια θα κυμαίνονται κοντά στο 2%».

Εκτίμησε ωστόσο ότι «είμαστε κοντά στο τέλος του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων, αν και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέρμα. Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, ενδεχομένως μέσα στο 2023 θα δούμε το τέλος των αυξήσεων». Ανέφερε επίσης ότι μπορεί ακόμη και τον Ιούλιο να έχουμε μία «παύση» των αυξήσεων.

«Ο πληθωρισμός μειώνεται ήδη και θα μειωθεί κι άλλο όταν ξεδιπλωθούν πλήρως οι επιπτώσεις των μέτρων που έχουμε ήδη λάβει. Ωστόσο, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλότερο επίπεδο από τον στόχο της σταθερότητας των τιμών για μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό είναι κάτι που δεν μας αφήνει να επαναπαυθούμε» σημείωσε.

Μιλώντας στο ίδιο πάνελ ο Jim O’Neill, πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset-Management (GSAM), υποστήριξε ότι τα μηνύματα από την παγκόσμια οικονομία αναφορικά με το ενδεχόμενο μίας νέας ύφεσης είναι αντιφατικά. Ο ίδιος ανέφερε ότι τα βήματα που έχει κάνει η Ελλάδα σε σύγκριση με ότι συνέβαινε πριν από πέντε χρόνια όταν είχε επισκεφθεί και πάλι τη χώρα μας είναι θεαματικά. Όπως είπε χαρακτηριστικά τότε ουδείς εκ των συνέδρων πίστευε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανακάμψει αναπτυξιακά. Συμπλήρωσε δε ότι η «χώρα δεν άφησε την κρίση να πάει χαμένη».

Από τη μεριά της, η Ελένη Βρεττού, διευθύνουσα σύμβουλος της Attica Bank, η οποία και αυτή συμμετείχε στο ίδιο πάνελ, υποστήριξε ότι στην Ελλάδα δεν έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα αντίστοιχα εκείνων που οδήγησαν σε κρίση μεγάλες τράπεζες όπως η Cretit Suisse. Eκτίμησε ότι οι τράπεζες έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα καθώς κατόρθωσαν μετά από πολλές χρήσεις να εμφανίσουν κέρδη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ