Τελικά πόσο αξίζουν τα Δεδομένα μας και τι ακριβώς παραχωρούμε όταν πατάμε το «συμφωνώ» ή το «αποδέχομαι το έννομο συμφέρον», κατά τη χρήση apps, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πλατφορμών και ιστότοπων; Το θέμα των Δεδομένων βρέθηκε στο επίκεντρο του πέμπτου κατά σειρά webinar για την τεχνολογία που διοργάνωσε το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), με συμμετέχοντες τους: Μιχάλη Μπλέτσα, διευθυντή πληροφορικής στο Media Lab του ΜΙΤ (ΗΠΑ), έναν από τους εφευρέτες του φορητού υπολογιστή των 100 δολαρίων, που μαζί με τον Nicholas Negroponte έθεσε τις βάσεις του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «One Laptop Per Child», Λίλιαν Μήτρου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πρόεδρο του Ινστιτούτου για την Ιδιωτικότητα, τα Προσωπικά Δεδομένα και την Τεχνολογία και Αχιλλέα Μπούκη, αναπληρωτή καθηγητή Μαρκετινγκ, Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ (Ηνωμένο Βασίλειο).
«Πολύ συχνά δίνουμε ελαφρά τη καρδία τη συγκατάθεσή μας για τη χρήση των Δεδομένων μας, πατώντας το “συμφωνώ” και το “αποδέχομαι”. Θα έλεγα ότι αυτό είναι ο κανόνας, γιατί αισθανόμαστε ότι πρέπει να δώσουμε το ΟΚ, ως αντάλλαγμα για να αποκτήσουμε πρόσβαση σε μια υπηρεσία. Κάνοντας αυτό όμως, ουσιαστικά δίνουμε σε όποιον τη ζητά -όχι πάντα, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- τη συγκατάθεσή μας, για να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε πληροφορία προκύπτει από την περιήγησή μας. Κάποιες φορές δίνουμε το ελεύθερο να αποκτηθεί πρόσβαση στην τοποθεσία μας ή στις λίστες των επαφών μας. Πολλές πλατφόρμες και μοντέλα χειραγώγησης βασίστηκαν ακριβώς σε αυτό, ότι οι χρήστες έδιναν πρόσβαση όχι μόνο στη δική τους πληροφορία, αλλά και στις λίστες των επαφών τους, πολλαπλασιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους-“στόχους” (για εμπορική και πολιτική διαφήμιση)» εξηγεί η Λίλιαν Μήτρου.
Μια ασύμμετρη σχέση: Όταν οι ιδέες δεν είναι πια στην επιφάνεια κι η διαφήμιση αποκτά χειρουργική ακρίβεια
Όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Μπλέτσας, «σκοπός της διαφήμισης ήταν ανέκαθεν να σου αλλάξει τη συμπεριφορά, για να αγοράσεις κάτι, και της πολιτικής διαφήμισης να σου αλλάξει τη γνώμη, για να ψηφίσεις κάποιον. Εκείνο που έχει αλλάξει σήμερα είναι ο βαθμός και η ακρίβεια με την οποία μπορεί να γίνει αυτό». Επισημαίνει πως αυτό που παρατηρείται πλέον συχνά, π.χ. στην πολιτική, είναι η μονόδρομη επικοινωνία πολιτικού- ψηφοφόρου, όπου ο πρώτος μπορεί να «πει» οτιδήποτε στον δεύτερο, χωρίς να το «ακούσει» κάποιος άλλος, ώστε να τεθεί στη βάσανο της συζήτησης και της κριτικής.
«Ο Τραμπ, για παράδειγμα, έστειλε μόνο στο Ουισκόνσιν πάνω από 60.000 διαφορετικές διαφημίσεις στο Facebook, περίπου ίδιες μεταξύ τους, αλλά αρκετά αλλαγμένες, αναλόγως π.χ, με το αν κάποιος ήταν -βάσει των Δεδομένων του- υπέρ της οπλοκατοχής ή των χαμηλών φόρων. Οι άνθρωποι έχουμε μάθει οι ιδέες να είναι στην επιφάνεια, να μπορεί κάποιος να τις συζητήσει. Με αυτό που συμβαίνει σήμερα λοιπόν, έχει χαθεί η δυνατότητα συζήτησης και επιπλέον είναι δυνατή η αποστολή ενός μηνύματος τη στιγμή που αυτό θα γίνει μέγιστα αποδεκτό από τον αποδέκτη. Είναι μια ασύμμετρη σχέση, χωρίς αντίλογο» λέει ο διευθυντής πληροφορικής του ΜΙΤ Media Lab.
Οι ενδορφίνες συνεργάτης στις πωλήσεις
Ως προς τη δυνατότητα αποστολής ενός μηνύματος την ώρα ακριβώς, που αυτό θα γίνει μέγιστα αποδεκτό, ο Μιχάλης Μπλέτσας παραθέτει ένα από τα παραδείγματα του βιβλίου «Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού» της καθηγήτριας του Χάρβαρντ, Σοσάνα Ζούμποφ. Μια εταιρεία σαν την Google, λέει, η οποία μπαίνει στην αγορά των προσωπικών μετρητών σωματικής άσκησης, μέσω της εξαγοράς της Fitbit, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Δεδομένα της δραστηριότητάς μας με τον βέλτιστο για εκείνη τρόπο. «Μετά από σωματική άσκηση έχουμε αυξημένες ενδορφίνες κι αν η Google ξέρει τι ψάχνουμε να αγοράσουμε και μας στείλει σχετικό μήνυμα τη στιγμή που οι ενδορφίνες μας είναι αυξημένες, η πιθανότητα να αγοράσουμε είναι πολύ μεγαλύτερη. Τέτοιου είδους δραστηριότητες μπορεί, εννοείται, να υπάρξουν και στην πολιτική» σημειώνει ο Μ. Μπλέτσας.
«Μεσίτες δεδομένων»: οι συλλέκτες της πληροφορίας και σε ποια τιμή πωλούνται τα δεδομένα
Αν μέχρι πρόσφατα, γνωρίζαμε κυρίως τους μεσίτες ακινήτων, η φράση «μεσίτες δεδομένων» (data brokers) ακούγεται ολοένα συχνότερα. Οι data brokers -όπως εξηγεί ο Αχιλλέας Μπούκης- συλλέγουν, αποθηκεύουν και αναδιαρθρώνουν τις πληροφορίες από διάφορες πηγές (π.χ., κοινωνικά δίκτυα, εφαρμογές, ιστοσελίδες, πλατφόρμες). Έτσι, δημιουργούν βάσεις δεδομένων για κάθε χρήστη, οι οποίες καλύπτουν διάφορες πτυχές της προσωπικής και δημόσιας ζωής (δημογραφικά στοιχεία, τόπο κατοικίας, αγοραστικές συνήθειες, χρέη). Όλα αυτά είναι διαθέσιμα για πώληση ή χρήση σε τρίτους.
Σε ποια τιμή πωλούνται; Εξαρτάται. Όσο πληρέστερο το προφίλ που σχηματίζεται, τόσο χρησιμότερο στους υποψήφιους αγοραστές και άρα τόσο ακριβότερο. «Η τιμή για τα βασικά δεδομένα καταναλωτή ενός ατόμου είναι λιγότερο από ένα δολάριο, αλλά μπορεί να αλλάξει σημαντικά, αναλόγως ηλικίας, φύλου, εθνικότητας, τόπου κατοικίας ή επαγγέλματος. Τα δεδομένα στην ηλικιακή ομάδα 18-24, σε πληθυσμιακές ομάδες με οικονομική άνεση ή κοινά από τη Μέση Ανατολή είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και αρκετές εταιρείες ψάχνουν πληροφορίες για αυτά τα κοινά» σημειώνει ο Αχιλλέας Μπούκης.
Είναι νόμιμη η δουλειά των data brokers; Όπως εξηγεί -επισημαίνοντας ότι η δευτερογενής αγορά δεδομένων εκτιμάται πως έχει σήμερα μέγεθος 200 δισ. ευρώ ετησίως και προσφέρει αντικείμενο σε χιλιάδες εταιρείες- η λειτουργία των data brokers είναι μεν νόμιμη, αλλά υπάρχουν αρκετές γκρίζες ζώνες ως προς τον τρόπο με τον οποίο συλλέγουν τα δεδομένα των χρηστών.
Ποιες δυνατότητες δίνει ο νόμος, αν διαπιστώσει κάποιος παράνομη χρήση των δεδομένων του;
Γραμμή άμυνας απέναντι στην παράτυπη χρήση των Δεδομένων προϋπήρχε του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR), αλλά πλέον έχει ενισχυθεί, εξηγεί η Λίλιαν Μήτρου. «Εφόσον πρόκειται για παράνομη συλλογή, μπορούμε να ζητήσουμε απλούστατα να διαγραφούν τα δεδομένα μας. Ο Κανονισμός αναγνωρίζει επίσης στα πρόσωπα το απόλυτο δικαίωμα να ζητήσουν τα δεδομένα τους να μην αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας για διαφημιστικούς σκοπούς. Κανείς δεν μπορεί να τους αντιτάξει το επιχείρημα της οικονομικής ελευθερίας ή το δικαίωμα της διαφήμισης, αυτό είναι ένα απόλυτο δικαίωμα του προσώπου, αρκεί βέβαια να γνωρίζει ότι μπορεί να το ασκήσει. Αν διαπιστώσεις παρανομία, οι δρόμοι είναι πολλοί. Π.χ., κάνεις καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Μπορείς επίσης να αξιώσεις αποζημίωση. Το να γίνεσαι αντικείμενο καταγραφής χωρίς να έχεις συναινέσει και άνευ νομικής βάσης, είναι προσβολή της προσωπικότητας. Έχουν αναγνωριστεί στα δικαστήρια, και τα ελληνικά, αξιώσεις αποζημίωσης για τέτοιες περιπτώσεις. Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που κάποιος ήταν δέκτης διαφημιστικών μηνυμάτων, ενώ είχε δηλώσει ότι δεν επιθυμεί να τα λαμβάνει» σημειώνει η Λίλιαν Μήτρου.
Ακόμα και αν η παραβίαση των δεδομένων προέρχεται από χώρα εκτός ΕΕ, διευκρινίζει, το πρόσωπο μπορεί να ενεργοποιήσει μηχανισμούς άμυνας: «και μάλιστα -κάτι που δυστυχώς στην Ελλάδα η εσωτερική μας νομοθεσία το αποθάρρυνε- μια από τις επιλογές του GDPR ήταν ότι υπάρχει η δυνατότητα συλλογικής αγωγής, μπορείς να αναθέσεις σε κάποια οργάνωση να υποστηρίξει το αίτημά σου στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων είτε στα δικαστήρια, κάτι πολύ σημαντικό, όταν έχεις να αντιμετωπίσεις κολοσσούς, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκεφτείς να μπεις σε διαδικασία σύγκρουσης μαζί τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ευρώπη, η περίπτωση του Μαξιμίλιαν Σρεμς, που έχει συγκρουστεί με μεγαθήρια και έχει καταφέρει, μέσω των αποφάσεων “Schrems Ι” και “Schrems ΙΙ” του Δικαστηρίου της ΕΕ, να αλλάξει το ρυθμιστικό τοπίο της ροής δεδομένων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ».
Μέχρι ποιο σημείο είναι θεμιτή η χρήση των δεδομένων των πολιτών σε έκτακτες καταστάσεις, όπως η πανδημία;
«Το πρόβλημα με τα Δεδομένα δεν είναι τόσο η συλλογή τους, που μπορεί να οδηγήσει σε ενημερωμένες αποφάσεις, όσο ο συνδυασμός τους» επισημαίνει ο Μιχάλης Μπλέτσας και εξηγεί: «Εκείνο που υπάρχει σήμερα και δεν υπήρχε παλαιότερα είναι ένα τεράστιο αποθετήριο Δεδομένων, όπου συλλέγονται τα πάντα. Αυτό δημιουργεί τα προβλήματα στη χρήση τους. Γιατί όταν θέλεις να κάνεις μια επιδημιολογική έρευνα π.χ., και μαζί με κάποια απλά δεδομένα υγείας, παίρνεις και όλο το προφίλ του χρήστη, εκεί έχουμε πρόβλημα. Ενώ αν μπορούσες να βρεις δεδομένα πραγματικά ανωνυμοποιημένα και υπήρχε η δυνατότητα -που δεν υπάρχει- να πάρεις μόνο ένα μέρος τους, για να κάνεις ένα έργο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά».
Κατά τον Μιχάλη Μπλέτσα, αν γίνει εφικτό να σπάσουν αυτά τα μεγάλα «σιλό», στα οποία συγκεντρώνονται τα Δεδομένα, «μπορούμε να πάμε παραπέρα στη χρήση των data, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούμε πάρα πολύ».
Η Facebook, η Palantir και η πολιτική Ρέιγκαν για τα μονοπώλια
«Το Facebook είναι πολύ μεγάλος πελάτης των data brokers. Η Palantir είναι ο μεγαλύτερος ίσως πελάτης των data brokers, και χρησιμοποιείται κυρίως από υπηρεσίες ασφαλείας, κατά τρόπο που σπανίως δίδεται λογαριασμός σε οποιονδήποτε. Εκείνο που προέχει να γίνει -και δεν είναι τόσο απλό να γίνει μόνο με το GDPR, το οποίο όμως έκανε το πρώτο βήμα και καλά έκανε, γιατί πρέπει να ξέρει ο χρήστης τι σημαίνει “πάρτα όλα”– είναι να σπάσουν τα μεγάλα μονοπώλια. Αυτό είναι εκτός αρμοδιότητας της ΕΕ, αφού αυτά τα μονοπώλια δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ. Δημιουργήθηκαν όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν άλλαξε την προσέγγιση ως προς τα μονοπώλια, που είχε να κάνει με το μέγεθος μιας εταιρείας και τη μετέθεσε στο αν υπάρχει πρόβλημα στον καταναλωτή. Πληρώνει ο καταναλωτής πολύ; Τότε υπάρχει πρόβλημα. Σήμερα, για τη χρήση αυτών των υπηρεσιών ο καταναλωτής δεν πληρώνει τίποτα. Για αυτό και αφέθηκαν αυτές οι εταιρείες να γιγαντώνονται κι έχουμε φτάσει σε σημείο από το οποίο δεν θα βγούμε εύκολα, ίσως μας βγάλει η επόμενη γενιά» εκτιμά ο Μιχάλης Μπλέτσας.
Τα «κοινωνικά σκορ» και το παράδειγμα της Κίνας
Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μια πρώιμη φάση ύπαρξης KPIs για ανθρώπους, δηλαδή δεικτών κοινωνικών αποδόσεων, που σχηματίζονται με βάση τα δεδομένα τους -και όχι μόνο- λέει ο Αχιλλέας Μπούκης. «Για παράδειγμα, η Experian σε αξιολογεί και σου δίνει ένα σκορ από το ένα ώς το 1000 για το πόσο αξιόπιστος είσαι ως δανειολήπτης. Η Κίνα έχει δημιουργήσει σε κάποιο βαθμό βάσεις δεδομένων, στις οποίες αξιολογεί τους πολίτες βάσει της δημόσιας συμπεριφοράς τους ή και της προσωπικής, εφόσον μπορεί να την καταγράφει. Π.χ., για κάποιον που δεν πληρώνει λογαριασμούς ή έχει χρέη στην τράπεζα ή ενοχλεί συνεπιβάτες στο τρένο ή αγοράζει υπερβολικά πολλά βιντεοπαιχνίδια, αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε κάποιου τύπου περιορισμό ή έλεγχο δικαιωμάτων» λέει ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και παραθέτει το παράδειγμα της κινεζικής πόλης Rongcheng, που έδωσε σε κάθε κάτοικο 1000 πόντους βαθμολογίας και αναλόγως με τις πληροφορίες που παίρνει από καθέναν αυξομειώνει τους πόντους, επιβραβεύοντας ή τιμωρώντας κοινωνικές συμπεριφορές.
Άλλο παράδειγμα είναι αυτό ενός κινεζικού ιστοτόπου ραντεβού (dating site), στο οποίο εκτός από πληροφορίες και φωτογραφίες του/της υποψηφίου παρτενέρ, παρατίθεται και το κοινωνικό «σκορ» του/της. «Νομίζω ότι αυτό ενδέχεται να καταλήξει σε κατηγοριοποίηση πολιτών βάσει αλγοριθμικής αξιολόγησης και κάποια δημοκρατικά δικαιώματα, άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τρόπο ζωής στις δυτικές κοινωνίες, μπορεί να περιοριστούν ή και να αφαιρεθούν» συνοψίζει.
Θα δούμε τους αλγόριθμους να παίρνουν πολιτικές αποφάσεις;
Πόσο πιθανό είναι να φτάσουμε μέσα στον 21ο αιώνα σε ένα στάδιο, που στο ανώτερο επίπεδο της εξουσίας οι αποφάσεις θα διαμορφώνονται στην πραγματικότητα από την Τεχνητή Νοημοσύνη βάσει Δεδομένων; «Οι αποφάσεις των πολιτικών παίρνονται σήμερα κυρίως με βάση πολύ απλούς “αλγόριθμους”: κάνουν μια δημοσκόπηση και βάσει του τι αρέσει περισσότερο στον κόσμο, παίρνουν αποφάσεις. Το να έχουμε λοιπόν έναν αλγόριθμο, που θα ψάχνει πάρα πολλά δεδομένα -γιατί η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα διυλιστήριο δεδομένων, που εξάγει συμπεράσματα και ψάχνει για μοτίβα σε πολυδιάστατα Δεδομένα, που εμείς δεν μπορούμε να ψάξουμε με τις δυνατότητες του εγκεφάλου μας- δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό. Σήμερα βλέπουμε μόνο τον επόμενο κύκλο εκλογών και το χρηματιστήριο το επόμενο τρίμηνο. Έχουμε γίνει μύωπες. Ναι λοιπόν, θα γίνει αυτό (οι αποφάσεις να διαμορφώνονται από την Τεχνητή Νοημοσύνη), αλλά δεν το βρίσκω τόσο εφιαλτικό το να έχουμε μια πιο σύνθετη σκέψη, εφόσον δεν μπορούμε να κάνουμε την ανάλυση οι ίδιοι. Τα αναλυτικά εργαλεία γενικότερα είναι ευπρόσδεκτα, αν ψάχνεις για τα σωστά πράγματα. Είναι πολύ σημαντικό να κάνεις τη σωστή ερώτηση αυτή την εποχή. Αν την κάνεις, το να έχεις αυτά τα εργαλεία για να πάρεις απαντήσεις, είναι συνήθως θετικό. Και φυσικά θα πρέπει να προσέχουμε να “ταΐζουμε” την τεχνητή νοημοσύνη με τα σωστά Δεδομένα. Όταν έχεις πιο περίπλοκα εργαλεία, χρειάζονται περισσότερες δεξιότητες, για να τα χρησιμοποιήσεις αποτελεσματικά» σημειώνει ο Μιχάλης Μπλέτσας.
Υγεία ή ιδιωτικότητα;
Χάρη στα Δεδομένα, δημιουργούνται πολλές χρήσιμες εφαρμογές για την υγεία. Στη μεγάλη μάχη υγεία ή ιδιωτικότητα, πολλοί θεωρούν βέβαιο ότι θα κερδίσει η υγεία. Ποια είναι η γνώμη του Αχιλλέα Μπούκη για αυτό; «Το γεγονός ότι τα δεδομένα των ασθενών γίνονται διαθέσιμα για επιστημονικές έρευνες και μπορούν να βλέπουν οι ερευνητές π.χ. την αποτελεσματικότητα φαρμάκων, είναι πολύ θετικό βήμα. Γι’ αυτό νομίζω η ΕΕ ενθαρρύνει τους ερευνητές να μοιράζονται τα Δεδομένα και να είναι πιο διαφανείς. Στον αντίποδα, μεγάλες φαρμακευτικές αγοράζουν και χρησιμοποιούν τα δεδομένα με τρόπο ώστε να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους και βλέπουμε και θλιβερά πολλές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, να κινούνται προς τη διάθεση ιατρικών δεδομένων πολιτών προς τρίτες εταιρείες. Η μάχη της ιδιωτικότητας έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη χαθεί αυτή τη στιγμή, οπότε αυτό που πρέπει να κοιτάξουμε είναι τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Η τεχνολογία του blockchain πιθανότατα θα μπορούσε να βοηθήσει, γιατί επιτρέπει δυνητικά μεγαλύτερη ανωνυμία, ενώ πιθανώς χρειάζεται και πιο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για τα data breaches (παραβιάσεις δεδομένων)» απαντά.
Τι μπορούμε να κάνουμε, σε επίπεδο κυβερνήσεων και ατόμων;
«Ως πολίτες» λέει ο Μιχάλης Μπλέτσας, «πρώτα- πρώτα να σταματήσουμε να ενημερωνόμαστε από τα social media και να αποκτήσουμε συνδρομές σε εφημερίδες. Τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις… Οι διαδικτυακοί κολοσσοί σήμερα επιδίδονται σε συστηματική φοροδιαφυγή. Η ανταλλαγή που γίνεται σε πρώτο επίπεδο μεταξύ χρηστών και εταιρειών -δηλαδή συμπεριφορικά δεδομένα δικά μου, σε αντάλλαγμα για υπηρεσίες από Facebook, Google κτλ- αποτελεί τεράστια φοροδιαφυγή. Σε καμία άλλη οικονομική δραστηριότητα δεν επιτρέπεται τέτοιου είδους ανταλλαγή αξίας χωρίς φορολόγηση. Σήμερα, οι εταιρείες αυτές προσφέρουν δωρεάν υπηρεσία σε κάποιον που δεν είναι ο πελάτης τους, αλλά εκείνος που πρέπει να κρατάνε προσηλωμένο στο μέσο, ώστε να δημιουργηθεί υπηρεσία για τον πελάτη τους. Οπότε τα κίνητρά τους δεν ευθυγραμμίζονται με τα δικά μας συμφέροντα. Ας φορολογηθούν λοιπόν βάσει αριθμού χρηστών. Την πρώτη ύλη για αυτό που πουλάνε, τους την πρόσφεραν οι χρήστες. Και είναι εύκολο να διαιρεθεί το ύψος των κερδών με τον αριθμό των χρηστών. Επειδή δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε τη δωρεάν παροχή υπηρεσίας, η λύση είναι να φορολογήσουμε τα κέρδη πιο ρεαλιστικά. Αυτό θα διαμόρφωνε νέα δεδομένα. Δεν το κάνουμε όμως» καταλήγει.