Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην εκδήλωση προς τιμήν του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη (1876-1935) με τίτλο «Ο νεαρός Ανδρεάδης και η «γηραιά κυρία της οδού Θρέντνηντλ»
Την 1η Δεκεμβρίου 1937, ο Τέλλος Άγρας έγραφε στη Νέα Εστία, στο τεύχος 163, που ήταν αφιερωμένο στα εκατό χρόνια (1837-1937) του Πανεπιστημίου Αθηνών:
“Γνωστός για τις συμβολές του στα δημόσια οικονομικά –όχι μόνο της εποχής του, αλλά και των αρχαίων και βυζαντινών χρόνων–, για τις υψηλές πολιτικές και διεθνείς διασυνδέσεις, για τον κοσμοπολιτισμό και την αγάπη του στο θέατρο, για τη φιλοπονία και την οξυδέρκειά που τον χαρακτήριζαν, για «το μεταξωτό του σταχτί πουκάμισο και τη χτυπητή του πολυγνωσία», ο Ανδρέας Ανδρεάδης αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας των αρχών του 20ου αιώνα.”
Λιγότερο γνωστό, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον Διοικητή μιας σύγχρονης κεντρικής τράπεζας, είναι το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Ανδρεάδη, και αυτό με το οποίο έγινε γνωστός στη διεθνή κοινότητα, που αφορούσε την ιστορία μιας από τις αρχαιότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, την Τράπεζα της Αγγλίας. Το βιβλίο αποτελεί μετεξέλιξη της διδακτορικής διατριβής που υποστήριξε σε ηλικία μόλις 26 ετών, στο Παρίσι. Δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1904, για να μεταφραστεί αργότερα στα Αγγλικά (1909) και τα Ιαπωνικά (1932). Η επιτυχία του στην Αγγλία ήταν τέτοια που ακολούθησε και δεύτερη έκδοση, το 1924, στον πρόλογο της οποίας ο Ανδρεάδης –καθηγητής πλέον στο Πανεπιστήμιο Αθηνών– ζητούσε συγγνώμη από τους αναγνώστες του γιατί δεν είχε προφτάσει να συμπληρώσει και να διορθώσει ένα κείμενο που είχε γράψει «όταν ήταν ακόμα πολύ νέος» (σελ. xxi). Κι όμως, αυτό το έργο της νιότης του, επιτρέπει αρκετές ώριμες σκέψεις τόσο για την εξέλιξη των κεντρικών τραπεζών, όσο και για τον νεαρό συγγραφέα του.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο κατεξοχήν μελετητής των δημοσίων οικονομικών στην Ελλάδα επέλεξε να ξεκινήσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία μελετώντας μια κεντρική τράπεζα. Η ιστορία των κεντρικών τραπεζών είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το κράτος και τις χρηματοδοτικές του ανάγκες, κυρίως σε περιόδους κρίσης. Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ιδρύθηκαν για να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση του κράτους – πότε τις παραμονές, και πότε την επαύριον κάποιου μεγάλου πολέμου. Έτσι συνέβη και με την Τράπεζα της Αγγλίας, που ιδρύθηκε το 1694 για να βοηθήσει τον Γουλιέλμο III να πληρώσει για έναν (ακόμα) ηπειρωτικό πόλεμο, τη στιγμή που δεν είχε περιθώρια να αυξήσει τους φόρους ή να αντλήσει νέα δάνεια. Προτίμησε λοιπόν να παραχωρήσει το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων σε μία «εταιρεία εμπόρων», όπως θα την αποκαλούσε με περιφρόνηση ο David Ricardo, με αντάλλαγμα ένα σεβαστό δάνειο με ευνοϊκό επιτόκιο.
Ο Ανδρεάδης πιάνει το νήμα της αφήγησης από το 1640, για να εξηγήσει την ανάγκη για τραπεζικές υπηρεσίες που δημιουργούσε η δράση των τοκογλύφων στην αγγλική αγορά. Σκιαγραφεί τις πολιτικές ίντριγκες και τις θρησκευτικές διαμάχες που διαπερνούν τη Βρετανία του 17ου αιώνα. Και εξηγεί – με το χιούμορ που χαρακτηρίζει έναν εξαιρετικά καλλιεργημένο και αρκετά υπερόπτη αστό – πως οι αντίπαλοι του εγχειρήματος, εκτός από τους αντιπολιτευόμενους τόριδες και τους ιακωβίτες, προέρχονταν κυρίως από την τάξη των «ευγενών μικρογαιοκτημόνων, που καθότι καταδικασμένοι να διάγουν μίζερο βίο στα κτήματά τους, αντιμετωπίζουν πάντα με τρόμο τους εμπόρους και τους χρηματιστές» (σελ. 68). Δεν έχει όμως καμία ψευδαίσθηση για τον πραγματικό λόγο που είχε οδηγήσει σε αυτή τη σοβαρή νομισματική καινοτομία, που δεν ήταν άλλος από τα άδεια ταμεία του στέμματος. Έκτοτε, κάθε φορά που η σύμβαση ανάμεσα στο κράτος και την Τράπεζα της Αγγλίας πλησίαζε στη λήξη της, οι δύο πλευρές έρχονταν σε διαπραγμάτευση, από την οποία η Τράπεζα αποσπούσε κάποια παράταση ή και ενίσχυση των προνομίων της, ενώ το βρετανικό δημόσιο εξασφάλιζε ένα νέο, ακόμα μεγαλύτερο, δάνειο. Επρόκειτο για γνωστή χορογραφία, την οποία ο Ανδρεάδης θα είχε σύντομα την ευκαιρία να μελετήσει και στη βαλκανική της εκδοχή, στη σχέση μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας και του ελληνικού δημοσίου.
Σε αυτή τη σχέση μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και νομισματικών αρχών ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος το κράτος να εθιστεί στις διευκολύνσεις που του προσφέρει η εκδοτική τράπεζα. Έτσι, αντί να μετριάσει τις δαπάνες ή να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα, το κράτος προσφεύγει ολοένα και περισσότερο στην έκδοση χρήματος, προκαλώντας πληθωρισμό και οδηγώντας το νόμισμα σε υποτίμηση. Η αποφυγή αυτού του είδους «δημοσιονομικής κυριαρχίας» είναι ο βασικότερος λόγος που οι σύγχρονες κεντρικές τράπεζες θωρακίζονται από πολιτικές παρεμβάσεις και περιφρουρούν την ανεξαρτησία τους.
Διατρέχοντας την ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας, ο Ανδρεάδης δεν αργεί να εντοπίσει ένα χαρακτηριστικό – κατά τη γνώμη του – παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς, στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων. «Οι Άγγλοι», σημειώνει με βρετανικό φλέγμα, «θεωρώντας ότι κατείχαν το μονοπώλιο στις εκτελέσεις βασιλέων» (σελ. 175) αντέδρασαν οργισμένα στην εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI, το 1793. Ως τη μάχη του Βατερλώ, ακολούθησαν 22 χρόνια σχεδόν αδιάλειπτου πολέμου, που προκάλεσαν τεράστια οικονομική επιβάρυνση στο βρετανικό δημόσιο. Το κόστος δεν καλύφθηκε μόνο από φόρους, αλλά και από δάνεια και προκαταβολές της Τράπεζας της Αγγλίας, που οδήγησαν σε υποτίμηση της στερλίνας έως και 30%. Η εξέλιξη τροφοδότησε ζωηρές αντιπαραθέσεις, τόσο μεταξύ των «ειδικών» της εποχής, όσο και στο κοινοβούλιο, από τις οποίες προέκυψαν οι βάσεις της σύγχρονης νομισματικής θεωρίας.
Ο Ανδρεάδης αφιερώνει έξι κεφάλαια στην αφήγηση των εξελίξεων. Σε θεωρητικό επίπεδο, αποφεύγει να πάρει σαφή θέση, παραπέμποντας εκτενώς στα πρακτικά των κοινοβουλευτικών συζητήσεων. Στην πράξη, όμως, δεν κρύβει την αποστροφή του στην πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης, που εξανάγκασε την Τράπεζα σε δανεισμό. Διαβάζοντας την αφήγηση του Ανδρεάδη, είναι δύσκολο να μην πάει το μυαλό του αναγνώστη στην υπέροχη γελοιογραφία του Τζέιμς Γκίλρεϋ, δημοσιευμένη το 1797, όπου η Τράπεζα της Αγγλίας, εμφανίζεται για πρώτη φορά ως η «γηραία κυρία της οδού Θρέντνηντλ» (εκεί που εδρεύει μέχρι σήμερα), η οποία αντιδρά έντονα στους εναγκαλισμούς του νεαρού πρωθυπουργού, Ουίλιαμ Πιτ, που προσπαθεί να βάλει χέρι στα λεφτά της!
«Πολιτική αρπαγή ή η Γηραιά Κυρία της Οδού Threadneedle σε κίνδυνο!» τιτλοφορείται η γελοιογραφία του James Gillray από το 1797, που απεικονίζει την Τράπεζα της Αγγλίας ως «γηραιά κυρία» να αντιστέκεται στις προσπάθειες του νεαρού πρωθυπουργού, William Pitt, να της αποσπάσει χρήματα, φωνάζοντας «Δολοφονία! Δολοφονία! Βιασμός! Δολοφονία! Κακούργε! Τι την έχω κρατήσει την τιμή μου τόσο καιρό, για να με ατιμάσεις τελικά εσύ; Ω δολοφονία! Βιασμός! Αρπαγή! Καταστροφή! Καταστροφή! Καταστροφή!» |
Εδώ ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με δύο χαρακτηριστικά του συγγραφέα που δεν λείπουν από το μεταγενέστερο έργο του. Το πρώτο είναι η απροθυμία του να υποτάξει τη σκέψη του σε κάποιο θεωρητικό σχήμα: χρήσιμη για έναν ευρυμαθή ιστορικό, λιγότερο πρακτική στη χάραξη πολιτικής. Θα ήταν ίσως άδικο να περιμένει κανείς περισσότερα από έναν νεαρό επιστήμονα, που βρισκόταν στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του. Εντούτοις, ο εκλεκτικισμός και η αποστροφή στη θεωρία ακολούθησαν τον Ανδρεάδη στο σύνολο της διαδρομής του. Πρόκειται για στοιχεία που δίνουν εύρος και γονιμότητα στο έργο του, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα πολύτιμη πηγή πληροφοριών και διεισδυτικών παρατηρήσεων. Ταυτόχρονά, όμως, του στερούν το αναλυτικό βάθος που θα ζητούσε ένα σύγχρονος οικονομολόγος.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η εγγενής καχυποψία του Ανδρεάδη απέναντι στο κράτος, ειδικά σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες και την «κρατική ελεφαντίαση», όπως θα την περιέγραφε αργότερα, στις πανεπιστημιακές του παραδόσεις. Στα μάτια του Ανδρεάδη, κράτος και πολιτικοί είναι μονίμως επιρρεπείς σε πιέσεις και πρόθυμοι να μεταθέσουν τα βάρη των αποφάσεών τους στις επόμενες γενιές. Στην οπτική αυτή, ο Βασίλης Ράπανος εντοπίζει ορισμένες ιταλικές θεωρητικές καταβολές. Στην ίδια κατεύθυνση δεν αποκλείεται να συνέβαλε και η προσωπική εμπειρία ενός Έλληνα, που είχε εισέλθει στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1893, όταν η πατρίδα του είχε μόλις πτωχεύσει, για να αποφοιτήσει το 1898, δηλαδή τον χρόνο της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, ο Ανδρεάδης καταδικάζει τον δανεισμό από την Τράπεζα της Αγγλίας και φαίνεται να υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές δαπάνες έπρεπε να είχαν χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά μέσω υψηλότερης φορολογίας (σελ. 183-184).
Σήμερα, οι απόψεις του Ανδρεάδη για τον ρόλο μιας κεντρικής τράπεζας δεν θα έβρισκαν πολλούς υποστηρικτές. Σε συνθήκες κρίσης, είτε αυτή είναι ένας πόλεμος, είτε – για να έρθουμε στις μέρες μας – μία πανδημία, ο δημόσιος δανεισμός συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας και οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να τον διευκολύνουν, άμεσα ή έμμεσα. Η νίκη των Βρετανών στους ναπολεόντειους πολέμους δεν οφείλεται μόνο στο δυναμισμό μιας βιομηχανικά ανερχόμενης χώρας, αλλά και στην ικανότητα του χρηματοπιστωτικού της συστήματος να τον μετατρέψει σε πιστώσεις. Το ίδιο ισχυρίζεται ο ιστορικός Niall Ferguson, ο οποίος εκεί ακριβώς αποδίδει την υπεροχή της Αγγλίας έναντι της Γαλλίας στους ναπολεόντειους πολέμους. Αντίθετα, μία απότομη αύξηση της φορολογίας ή μια βίαιη ανατίμηση της στερλίνας, θα είχε βυθίσει τη Βρετανία σε κρίση. Αυτός είναι άλλωστε και ο πυρήνας της άποψης που ανέπτυξε, έναν αιώνα αργότερα, ο Τζων Μέιναρντ Κέυνς, στον απόηχο της κρίσης του 1929. Άποψη, που ο Ανδρεάδης δεν ασπάστηκε ποτέ.
Στο άλλο άκρο, βέβαια, παραμονεύει πάντα ο κίνδυνος της υπερβολικής νομισματικής χαλάρωσης, που μπορεί να οδηγήσει σε υψηλό πληθωρισμό ή να προκαλέσει φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Γενεσιουργός αιτία δεν είναι απαραίτητα η δημόσια σπατάλη, αλλά και η ιδιωτική απληστία, που δημιουργεί εγγενή αστάθεια στις αγορές. Τέτοια παραδείγματα δεν λείπουν από τη βρετανική τραπεζική ιστορία, και η καυστική πένα του Ανδρεάδη κάνει την αφήγηση ιδιαίτερα απολαυστική. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η φούσκα που γεννά η προοπτική μεταβίβασης του δημοσίου χρέους στην Εταιρεία των Νοτίων Θαλασσών (δηλ. του Ειρηνικού Ωκεανού), την άνοιξη του 1720, που είχε ως αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής της να εκτοξευτεί από τις 80 στις 2.000 λίρες, μέσα σε λίγες εβδομάδες. Στον απόηχο αυτής της μετεωρικής ανόδου ξέσπασε χρηματιστηριακός πυρετός, ο οποίος συμπαρέσυρε τη λονδρέζικη κοινωνία, που έσπευσε να επενδύσει σε κάθε λογής νέες εταιρείες που υπόσχονταν «να εφεύρουν την αέναη κίνηση», «να εισαγάγουν γαϊδούρια από την Ισπανία» ή ακόμα και «να υλοποιήσουν ένα ιδιαίτερα επικερδές εγχείρημα, το οποίο [όμως] θα αποκαλυφθεί αργότερα» (σελ. 133). Όπως ήταν φυσικό, το κλίμα δεν άργησε να μεταστραφεί, και οι μετοχές κατέρρευσαν, συμπαρασύροντας δεκάδες εμπορικούς και τραπεζικούς οίκους, μαζί με τις περιουσίες χιλιάδων Λονδρέζων.
Η ιστορία επανελήφθη πολλές φορές στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, πότε με την εμπρηστική συνενοχή, και πότε με την πυροσβεστική παρέμβαση της Τράπεζας της Αγγλίας. Ακριβοδίκαιος στον επιμερισμό των ευθυνών, ο Ανδρεάδης αποφεύγει να τοποθετηθεί ως προς τον ρόλο της κεντρικής τράπεζας ως «δανειστή ύστατης προσφυγής» ή τη σχέση της με τις άλλες εμπορικές τράπεζες. Ούτε παίρνει σαφή θέση για την τραπεζική μεταρρύθμιση του 1844, που διαχώρισε τις τραπεζικές από τις εκδοτικές δραστηριότητες της «γηραιάς κυρίας». Έτσι όμως, το βιβλίο του παρακάμπτει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες νομισματικές συζητήσεις του 19ου αιώνα.
Σήμερα, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν αποβάλει την επιχειρηματική τους ιδιότητα και δεν συναγωνίζονται πλέον τα εμπορικά ιδρύματα. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος δημιουργήθηκε το 1928 με σκοπό να διαχωρίσει το εκδοτικό προνόμιο από τα επιχειρηματικά συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας και τον εναγκαλισμό του κράτους. Παράλληλα, οι σύγχρονες κεντρικές τράπεζες έχουν αναλάβει την ευθύνη να διαφυλάττουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, παρέχοντας, όποτε χρειάζεται, ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, και, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να το εποπτεύουν. Βέβαια, όπως μας θύμισε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η προοπτική μιας «διάσωσης» ενδέχεται να ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το ενδεχόμενο ενός τέτοιου «ηθικού κινδύνου» προβλημάτιζε τους συγγραφείς της εποχής του Ανδρεάδη, έστω και αν δεν το εξέφραζαν με σύγχρονη ορολογία.
Γενικότερα, την Ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας του Ανδρέα Ανδρεάδη, μπορεί κανείς να τη διαβάσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να εστιάσει στις αλλαγές. Να διαπιστώσει – ίσως με κάποια ανακούφιση – πόσο έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις μας για τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε, το 1904. Και πόσο έχουν αλλάξει οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες, με την ανάληψη της ευθύνης για την σταθερότητα των τιμών, την καθιέρωση της ανεξαρτησίας τους, την απομάκρυνση από τις εμπορικές δραστηριότητες και την εμπέδωση του ρόλου τους ως δανειστή ύστατης προσφυγής. Στις εξελίξεις αυτές οφείλουμε πολλές από τις κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, σε όρους νομισματικής σταθερότητας.
Ο άλλος, είναι να εστιάσει στις συνέχειες. Να αναγνωρίσει πόσα από τα θεμελιώδη διλήμματα που εμφανίζονται στην αφήγηση του Ανδρεάδη παραμένουν μαζί μας μέχρι σήμερα: η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ πιστωτικής χαλάρωσης, προς αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης, και επιζήμιας χαλαρότητας, που ανεβάζει τις τιμές των αγαθών και των περιουσιακών στοιχείων· η επιλογή ανάμεσα στη διαφύλαξη της πιστωτικής σταθερότητας και την αποθάρρυνση κερδοσκοπικών συμπεριφορών. Κάθε βιβλίο έχει πολλές όψεις – όπως και συγγραφέας του!