του Γιάννη Δεληκανάκη, Founding Partner, Southrock Asset Management
Είναι γεγονός ότι το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ως αποτέλεσμα της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης που ζήσαμε, πλέον, υπάρχει ένας σεβασμός προς τους επιχειρηματίες και τους επενδυτές κεφαλαίων. Ιδιαίτερα δε προς τους ξένους επενδυτές θεσμικών κεφαλαίων, διότι κατανοήσαμε ότι μακροπρόθεσμα αυτοί μπορεί να αποτελέσουν τους καλύτερους πρεσβευτές της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας στο εξωτερικό.
Επίσης, έχουν γίνει άλματα προόδου όσον αφορά την ψηφιοποίηση υπηρεσιών, οι οποίες απελευθερώνουν παραγωγικό χρόνο, προωθούν την επιχειρηματικότητα και αποτελούν διαφήμιση για την Ελλάδα.
Όμως υπάρχουν ακόμη τεράστιες προκλήσεις για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε ότι η Ελλάδα έχει γίνει μια επιχειρηματικά φιλική χώρα. Αυτές, επιγραμματικά, είναι:
- Ασφάλεια δικαίου (η πολυνομία, η ασάφεια και η μη εξειδικευμένη σε επιχειρηματικά θέματα δικαιοσύνη, σε συνδυασμό με τις τεράστιες καθυστερήσεις απονομής δικαιοσύνης, υποσκάπτουν την ασφάλεια δικαίου στη χώρα μας).
- Διαφάνεια και ταχύτητα συναλλαγών με το Δημόσιο (η περαιτέρω ψηφιοποίηση θα είναι καταλυτική για τη βελτίωση).
- Η γραφειοκρατία, ελληνική και ευρωπαϊκή. Η έλλειψη ξεκάθαρου οράματος και εκπεφρασμένης βούλησης του κεντρικού κράτους σε σημαντικούς επιχειρηματικούς τομείς της χώρας δίνει χώρο σε τοπικά και άλλα συμφέροντα να υποσκάπτουν την επιχειρηματικότητα και την παραγωγική διαδικασία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Σημαντικοί παραγωγικοί τομείς της χώρας, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, η τεχνολογία και ο πρωτογενής τομέας, θα πρέπει να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται κεντρικά, αγνοώντας πιέσεις από μικροσυμφέροντα συντεχνιών και τοπικών παραγόντων.
Η τεράστια οικονομική κρίση που βιώσαμε πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί έτσι ώστε να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και να κτίσουμε μια νέα κουλτούρα επιχειρηματικότητας. Πρέπει να κτίσουμε το σύστημα που θα επιτρέπει στους νέους μας να προκόβουν και να διαπρέπουν στη χώρα τους και να μη χρειάζεται να ενταχθούν σε ένα άλλο σύστημα επιχειρηματικότητας, στην ξενιτιά, για να πετύχουν. Σημαντικότατες παράμετροι σε αυτό είναι η ποιότητα και η ταχύτητα διακίνησης των κεφαλαίων. Όσο θεσμικότερα είναι και όσο ταχύτερα κινούνται τα κεφάλαια σε ένα επιχειρηματικό σύστημα τόσο πιο αποτελεσματικά είναι, προς όφελος του συστήματος. Αν μπορούμε να τα αυξάνουμε, ακόμη καλύτερα.
Η Southrock διαχειρίζεται κυρίως κεφάλαια ξένων θεσμικών επενδυτών. Συνεπώς, πέρα από την επιτυχία των επενδύσεών μας, η πολιτική σταθερότητα, η οικονομική αξιοπιστία, η διαφάνεια και η ασφάλεια δικαίου είναι σημαντικές παράμετροι, που επηρεάζουν το πώς οι ξένοι επενδυτές βλέπουν τη χώρα μας. Η πρόσφατη οικονομική κρίση προσέλκυσε στη χώρα μας κορυφαία διεθνή επενδυτικά ονόματα, τα οποία ούτε που είχαμε φανταστεί στο παρελθόν ότι θα είχαν παρουσία στην Ελλάδα. Η πρόκληση που όλοι έχουμε, και πρέπει να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία, είναι το πώς οι εν λόγω επενδυτές θα παραμείνουν στην Ελλάδα όταν όλα τα υποπροϊόντα της κρίσης εξαλειφθούν.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου τα κεφάλαια μετακινούνται ελεύθερα και με μεγάλη ταχύτητα, θα πρέπει η χώρα μας να πείσει ότι της αξίζουν χαμηλότερες επενδυτικές αποδόσεις από αυτές που ένας επενδυτής έβρισκε μέσα στην κρίση. Αυτό προϋποθέτει γρήγορη και σημαντική πρόοδο στα ανωτέρω ζητήματα, έτσι ώστε η Ελλάδα να καταστεί ένας θεσμικός επενδυτικός προορισμός. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά δεν αρκεί για να επαναπαυθούμε.
Η στρατηγική της Southrock έχει πρωταρχικό σκοπό την επένδυση ξένων κεφαλαίων στη χώρα μας προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων μερών (επενδυτών, εργαζομένων και της τοπικής κοινωνίας). Προς την κατεύθυνση αυτή επενδύουμε σε προϊόντα debt και equity, με εξασφάλιση κυρίως ακίνητα. Στόχο μας, επίσης, αποτελούν οι τουριστικές επενδύσεις, με έμφαση στη βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη και στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας μας.
Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα αξίζει ένα ποιοτικά υψηλότερο τουριστικό προϊόν, το οποίο θα προσελκύει επισκέπτες μέσου και ανώτερου εισοδηματικού επιπέδου, με στόχο τη μεγιστοποίηση των εσόδων και των θέσεων εργασίας ανά επισκέπτη.