Tην εκτίμηση ότι η πανδημία Covid-19 ενδέχεται να επιταχύνει την αυτοματοποίηση της εργασίας στην Ευρώπη, ιδίως για τις θέσεις εργασίας που απαιτούν μεσαίες δεξιότητες, σε τομείς που θεωρούνται πιο ευάλωτοι στη χρήση της τεχνολογίας κι άρα στην αντικατάσταση εργαζομένων από ρομποτικά συστήματα, διατυπώνει ο εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), Ηλίας Λιβανός.
Για τη διατύπωση της εκτίμησης αυτής, ο κ. Λιβανός συνδύασε στοιχεία από το δεύτερο ενημερωτικό σημείωμα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας και από την πιο πρόσφατη μελέτη πρόβλεψης δεξιοτήτων του Cedefop (2020), με τις απαραίτητες προσαρμογές και αναγωγές, καθώς η τελευταία είχε ολοκληρωθεί πριν ενσκήψει η Covid-19.
Ρίσκο αυτοματοποίησης μέχρι και για το 1/4 των νέων θέσεων εργασίας καθοδόν προς το 2030
«Σύμφωνα με τη μελέτη πρόβλεψης δεξιοτήτων του Cedefop για το 2020, σε τομείς όπου η επίπτωση της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα είναι μέση προς υψηλή και υψηλή, περίπου το ένα πέμπτο, έως και ένα τέταρτο των νέων θέσεων εργασίας, που αναμένεται να δημιουργηθούν ως το 2030 αντιμετωπίζουν ρίσκο αυτοματοποίησης. Αυτό αντιστοιχεί σε 1,4 εκατ. θέσεις εργασίας στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών» σημειώνει και προσθέτει: «καθώς οι κοινωνίες παλεύουν για να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία, σε όρους κοινωνικοποίησης, αγορών και εργασίας, αναδύεται το ερώτημα κατά πόσον αυτός ο νέος τρόπος ζωής ήρθε για να μείνει και αν η τεχνολογία θα είναι από εδώ και πέρα ο προτιμώμενος τρόπος για να κάνουμε πράγματα».
Όπως επισημαίνει ο εμπειρογνώμονας του Cedefop, όλες και όλοι έχουμε ήδη αποκτήσει άλλες συνήθειες, ο συγχρωτισμός στον εργασιακό χώρο αποφεύγεται, η τηλεργασία αυξάνεται και ενδέχεται κάποιες από τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούσαμε όταν εργαζόμασταν εκ του σύνεγγυς, να μην είναι πλέον αναγκαίες με τον ίδιο τρόπο στην εποχή της τηλεργασίας, οπότε δεν αποκλείεται να αντικατασταθούν από αυτοματισμούς. Επιπλέον -εκτιμά- δεν αποκλείεται κάποιες από τις επιχειρήσεις, που έλυσαν τις σχέσεις εργασίας με τους εργαζομένους τους, να μην τους επαναπροσλάβουν και να τους αντικαταστήσουν με αυτόματα συστήματα για λόγους περιορισμού κόστους.
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος για τις μεσαίες δεξιότητες και τις δουλειές ρουτίνας
Οι θέσεις εργασίας που απαιτούν μέσες και χαμηλές δεξιότητες και οι «δουλειές ρουτίνας» φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο από αυτή την άποψη. Αντίθετα, οι θέσεις εργασίας που «ζητούν» υψηλά επαγγελματικά προσόντα δεν δείχνουν να κινδυνεύουν εξίσου, λόγω -μεταξύ άλλων- της υψηλής εξειδίκευσης και του τεχνολογικού αλφαβητισμού των εκπροσώπων τους.
Για παράδειγμα, στη μεταποίηση, έναν παραδοσιακά «πυρηνικό» τομέα για την ευρωπαϊκή οικονομία, το μεγαλύτερο μερίδιο απασχόλησης αντιστοιχεί στους εργαζόμενους στον κλάδο του μετάλλου και των μηχανημάτων και τους σχετικούς τεχνίτες, επαγγέλματα που παραδοσιακά απαιτούν μέσο επίπεδο εκπαίδευσης. Ήδη πριν από το χτύπημα της πανδημίας, υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας, που θα ανοίξουν μελλοντικά στον συγκεκριμένο τομέα, θα είναι σχετικά χαμηλός, ότι η συνολική σημασία τους θα βαίνει μειούμενη και ο κίνδυνος αυτοματοποίησης θα είναι πολύ υψηλός.
Δεδομένου ότι είναι ένας τομέας που επιπρόσθετα επηρεάζεται βαρέως από την πανδημία, δεν αποκλείεται οι θέσεις εργασίας να μειωθούν ακόμα περισσότερο, σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις και ακόμα περισσότεροι εκ των εργαζομένων στον χώρο να αντικατασταθούν πιο εύκολα από ρομποτικά συστήματα. Από την άλλη, βέβαια, παρατηρούν οι μελετητές του cedefop, δεν αποκλείεται οι επιχειρήσεις, τρομαγμένες από την πανδημία, να αποφύγουν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, μέχρις ότου η κρίση τελειώσει και ο αντίκτυπός της είναι εμφανής.
Στον κλάδο της φιλοξενίας και των υπηρεσιών εστίασης, που επίσης πλήττεται βαρέως από την Covid-19, οι άνθρωποι που εργάζονται στην υποστήριξη της παρασκευής φαγητού ως βοηθοί, φαίνεται ότι είναι η πιο ευάλωτη ομάδα. Μπορεί, όπως παρατηρούν οι μελετητές, να αντικατασταθούν ευκολότερα από αυτόματα συστήματα, προκειμένου να αποφευχθεί η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε έναν χώρο τόσο μικρό όσο μια κουζίνα. Αντίθετα, σε επαγγέλματα όπως τα επιχειρηματικά στελέχη και οι επαγγελματίες διοίκησης, ο κίνδυνος δεν είναι εξίσου μεγάλος.«Παρότι και αυτός ο τομέας αντιμετωπίζει τις αρνητικές επιπτώσεις του κορονοϊού, κάτι που ενδέχεται να επιβραδύνει τους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξής του, η σημασία του αυξάνεται, ενώ και ο κίνδυνος της αυτοματοποίησης είναι σχετικά μικρός» επισημαίνεται.
Πάνω από 2,7 δισ. εργαζόμενοι επηρεάζονται από το lockdown στον πλανήτη
Όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν ενημερωτικό σημείωμα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), το πλήρες ή μερικό lockdown των οικονομιών λόγω πανδημίας, επηρεάζει σήμερα πάνω από 2,7 δισεκατομμύρια εργαζόμενους ανά τον πλανήτη ή περίπου το 81% του εργατικού δυναμικού παγκοσμίως.
Λόγω απουσίας άλλων στατιστικών στοιχείων, οι αλλαγές στον συνολικό χρόνο απασχόλησης των ανθρώπων, που αντανακλούν τόσο τις απολύσεις, όσο και τις προσωρινές μειώσεις στον χρόνο εργασίας, δίνουν πιο ξεκάθαρη εικόνα της ζοφερής πραγματικότητας στην αγορά εργασίας, επισημαίνει η ILO.
Εξηγεί ότι, χρησιμοποιώντας αυτή την προσέγγιση, οι ώρες εργασίας εκτιμάται ότι θα μειωθούν στον πλανήτη κατά 6,7% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, μείωση ισοδύναμη με 195 εκατομμύρια εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Η πλειονότητα των χαμένων θέσεων εργασίας και του μειωμένου χρόνου απασχόλησης θα συμβεί αυτονόητα στους τομείς εκείνους που πλήττονται σφοδρότερα από την κρίση -λιανεμπόριο, φιλοξενία, εστίαση.
Με βάση τις εκτιμήσεις της ILO, 1,25 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι ή σχεδόν το 38% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, απασχολούνται σε τομείς που αντιμετωπίζουν κάθετη πτώση της παραγωγής και παρουσιάζουν ισχυρό κίνδυνο εκτόπισης εργαζομένων…
Το Cedefop είναι ένας από τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης κι έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αποστολή του είναι να συμβάλλει στην ανάπτυξη και υλοποίηση ευρωπαϊκών πολιτικών για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ). Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού επικουρεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη- μέλη της ΕΕ και τους κοινωνικούς εταίρους.