Μεταξύ…Σκύλλας και…Χάρυβδης η ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς από τη μία η Κομισιόν από την άλλη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιμένουν να ακολουθούν πολιτικές που απλά αποτελειώνουν την ούτως ή άλλως ασθμαίνουσα “γηραιά ήπειρο”.
Η μεν Γερτρούδη Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν– προφανώς αισθανόμενη δικαιωμένη από την επανεκλογή της- δρομολογεί την επιστροφή στην περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.
Αυτή την φορά μέσω του επικαιροποιημένου Συμφώνου Σταθερότητος με μέγγενη τη μείωση ελλειμμάτων και χρέους.
Η δε Christine Lagarde υποχρεώνοντας μία οικονομία που υπό την ασφυκτική πίεση του Συμφώνου Σταθερότητος βαρύνεται με αυξημένο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους να συνεχίσει να επιβιώνει με ρυθμό ανάπτυξης στο όριο του στατιστικού λάθους.
Ακατανόητη πολιτική και μάλιστα σε μία συγκυρία που η Ευρώπη καλείται (μέσω ΝΑΤΟ) να πληρώσει σε βάρος των δημοσίων δαπανών (των χωρών μελών) το υπέρβαρο της παραγωγής πολεμικού υλικού με προορισμό την Ουκρανία.
Eπιπλέον υπάρχει ο κίνδυνος σε ενδεχόμενη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ -τον Νοέμβριο- να βρεθεί αντιμέτωπη με ακόμη πιο περιοριστική (δασμολογική) πολιτική από την πλευρά των ΗΠΑ.
Και όμως η ΕΚΤ κρατάει τα επιτόκια δανεισμού σε επίπεδα 3 φορές (και πάνω ) στο 3,75% εκείνων που τα κράτη χρειάζονταν να πληρώσουν για να δανεισθούν όταν δημιουργούσαν το τρέχον υπερδιογκωμένο σήμερα χρέος.
Το ακόμη πιο παράδοξο είναι πως, με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητος, οι δυνατότητες αύξησης των επενδύσεων δεν σχετίζονται με την αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Ακόμη χειρότερα, ορίζεται το ποσοστό αύξησης των δημοσίων δαπανών για επενδύσεις ή παροχές, ανεξάρτητα από το πόσο αυξάνονται ή όχι τα δημόσια έσοδα.