Με μελανά χρώματα σκιαγραφεί το τοπίο της ελληνικής οικονομίας εκτενές ρεπορτάζ του CNBC, τονίζοντας πως η οικονομική κρίση συνεχίζει να προκαλεί φόβο και πόνο στις ζωές των Ελλήνων, ενώ όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει η παροχολογία του Τσίπρα δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της χώρας.
Η αρθρογράφος Σίλβια Αμάρο αναφέρει ότι η Ελλάδα βρίσκεται βυθισμένη σε οικονομική αναταραχή εδώ και μια ολόκληρη δεκαετία, λόγω δεκαετιών κακοδιαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και μιας πελατειακής παράδοσης που αντάλλασσε αγαθά και υπηρεσίες προς τους πολίτες με την πολιτική τους υποστήριξη στα κυρίαρχα κόμματα, γεγονός που οδήγησε σε παρατεταμένη ύφεση την οικονομία της.
“Η οικονομική κρίση της Ελλάδας πληγώνει ακόμη και σήμερα τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων που ζουν στη μεσογειακή χώρα”, σημειώνεται στο ρεπορτάζ.
Όπως τονίζει το CNBC, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα κατά κανόνα δανείζονταν πάνω από τις δυνατότητες της χώρας, μέχρι που το 2010 ο όγκος του χρέους έγινε αδύνατο να συνεχίσει να εξυπηρετείται.
Από τον Αύγουστο η ελληνική κυβέρνηση “προσπαθεί να δείξει ότι η λιτότητα έχει λάβει τέλος, διοχετεύοντας πρόσθετους πόρους προς τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ωστόσο ο μέσος Έλληνας δεν βλέπει καποια σημαντική αλλαγή στη ζωή του”.
“Ρισκάρεις να χάσεις το σπίτι σου εάν δεν έχεις αρκετά χρήματα για να πληρώσεις τους φόρους”, τονίζει ο 23χρονος Νικόλας, ο οποίος μίλησε στο αμερικανικό δίκτυο.
Το 2016, σημειώνεται, περί τις 20.000 άνθρωποι ηλικίας από 25 έως 29 ετών εγκατέλειψαν τη χώρα, ενώ 14.000 ήταν όσοι έφυγαν, ηλικίας από 20 έως 24 ετών. Οι αριθμοί αυτοί είναι διπλάσιοι της κατάστασης προ του 2010.
Μολονότι το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα είναι η τρίτη συναπτή χρονιά κατά την οποία η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, της τάξης του 2,2%, η ανάπτυξη αυτή δεν φαίνεται να βελτιώνει την εικόνα των Ελλήνων για την οικονομία της χώρας.
Το CNBC σημειώνει ότι για πολλούς Έλληνες το βασικό πρόβλημα είναι οι φόροι, ωστόσο για άλλους το πρόβλημα πηγαίνει βαθύτερα, στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και στο μέγεθος των επιχειρήσεων, που είναι κατά συντριπτικό ποσοστό μικρές και ανίκανες (λόγω του μεγέθους τους) να δώσουν οικονομική ώθηση στη χώρα.