Το δίπολο “ενέργεια-δημοσιονομική ευπάθεια” θέτει στο μικροσκόπιο η Citi, η οποία εξετάζει σε ποιο βαθμό και γιατί οι χώρες της Ευρώπης είναι εκτεθειμένες στην ενεργειακή κρίση.
Έπειτα από την εξέταση πλήθους παραγόντων, η Citi συνέταξε τον παρακάτω πίνακα που αποτυπώνει τον βαθμό έκθεσης κάθε χώρας:
Η Eλλάδα εμφανίζεται στην τελευταία θέση του πίνακα και οι παράγοντες που την κατατάσσουν σε αυτή τη θέση αφορούν την:
1) Εξάρτηση από το Φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,
2) Εξάρτηση από το Φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πλέον της πυρηνικής ενέργειας,
3) Ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού οφειλόμενη στο αέριο,
4) Ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού από τον ηλεκτρισμό οφειλόμενη σε αέριο και ορυκτά καύσιμα,
5) Χρέος προς το ΑΕΠ (%) και
6) Ισοζύγιο προϋπολογισμού (ως % ΑΕΠ). Με αυτούς τους έξι παράγοντες, η Citi φτιάχνει μια βαθμολογία ευπάθειας (μέσος όρος κατάταξης).
Την ίδια ώρα, τα βασικά ερωτήματα που έχουν τεθεί και αφορούν την αγορά ενέργειας, με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι τα εξής:
1) Η Ευρώπη έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο, μετά τη μείωση των τιμών;
2) Ποιο είναι το πιθανό αποτέλεσμα του σχεδίου της ΕΕ να θέσει πλαφόν επί των τιμών της ενέργειας;
3) Ποιες χώρες θα ωφεληθούν;
Κατά τη city η Ευρώπη δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο. Ωστόσο οι επιδοτήσεις πράσινων έργων και η χρηματοδότηση του πακέτου NGEU θα μπορούσαν να συνδράμουν στην αποφυγή του. Παρόλα αυτά, και πάλι χώρες όπως Ολλανδία, Ιταλία και Ελλάδα φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτες.Οι τιμές του φυσικού αερίου μπορεί μεν να μειώθηκαν πρόσφατα, ωστόσο το πρόβλημα είναι πως η Ευρώπη έχει προμηθευτεί αυτήν την αποθηκευμένη ενέργεια σε απίστευτα υψηλές τιμές και η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου παραμένει πολύ σφιχτή.
Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην ανακοίνωση της 14ης Σεπτεμβρίου από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφορικά με ποιόν τρόπο η ΕΕ σχεδιάζει να περιορίσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.
Όσον αφορά τις πιθανές λύσεις που υπάρχουν για τη στήριξη της αγοράς ενέργειας, οι οικονομολόγοι της Citi, βλέπουν τις εξής τέσσερις κύριες επιλογές:
1) Ιταλική πρόταση – καρτέλ αγοραστών όπου η ΕΕ ενημερώνει τους πωλητές φυσικού αερίου ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο που είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Αυτό φαίνεται πολύ απίθανο καθώς θα απαιτούσε η Ρωσία να είναι ανοιχτή σε μια τέτοια συμφωνία και θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από τους αγοραστές LNG στην Ασία που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές στην ανοιχτή αγορά.
2) Πρόταση της Ελλάδας – Να χωριστεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε δύο τομείς, ορυκτά καύσιμα και πράσινη ενέργεια. Αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, πλαφόν και δομική αναδιάρθρωση στον ισχύοντα μηχανισμό της οριακής τιμής. Οι τελικοί χρήστες θα εξαντλούσαν αρχικά τις φθηνότερες προμήθειες πράσινης ενέργειας και στη συνέχεια το πιο ακριβό από τα ορυκτά. Ο μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει, αλλά θα ισοδυναμεί με επιδότηση των χωρών με υψηλή χρήση φυσικού αερίου από τις χώρες με χαμηλή χρήση αερίου.
3) Η Ιβηρική περίπτωση και εξαίρεση – Η πράσινη ενέργεια αντικαθιστά το όριο των τιμών φυσικού αερίου και η Ισπανία και η Πορτογαλία ουσιαστικά μειώνουν την εγχώρια τιμή του φυσικού αερίου σε δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιώντας κέρδη από τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι στον πυρήνα της Ευρώπης που τάσσονται κατά της αποτελεσματικής επιδότησης του τομέα των ορυκτών, κάτι που μπορεί να καθιστά πολιτικά δύσκολη την εφαρμογή του. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, η πρωτοβουλία θα λειτουργήσει πραγματικά μόνο για χώρες με μεγάλους τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πυρηνικής ενέργειας που μπορούν να αντισταθμίσουν τον άνθρακα.
4) Φορολογική λύση: Για όσους δεν διαθέτουν μεγάλους μη ορυκτούς τομείς, η επιβάρυνση θα μπορούσε στη συνέχεια να πέσει είτε σε μεμονωμένα κράτη για να καλύψουν το κενό είτε σε αναπροσαρμογές των κεφαλαίων του προγράμματος NGEU.