Τα δίδυμα και τα λεγόμενα «κρυφά» ελλείµµατα βρέθηκαν στο επίκεντρο δύο συζητήσεων που διοργανώθηκαν στο 8o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιήθηκε στους Δελφούς 26 – 29 Απριλίου υπό την Αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου
Αναφερόμενος στην περίοδο πριν το 2008 ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σημείωσε ότι το άθροισμα των καλών προθέσεων δεν οδηγεί απαραίτητα σε καλό αποτέλεσμα, προσθέτοντας ότι την περίοδο της εκτεταμένης ποσοτικής χαλάρωση «πολλοί αναρωτιόμασταν πώς θα μαζευτεί αυτό, γιατί ουσιαστικά ήταν συσσώρευση χρέους» αλλά ο πληθωρισμός «ήρθε και επιτάχυνε κάτι που θα έπαιρνε χρόνο». Ακόμα και η πανδημία, συμπλήρωσε, μπορεί να μας βοήθησε κατά ένα παράδοξο τρόπο, αφού μας έδωσε χώρο και χρόνο και έβαλε πλάτες. Σχετικά με τα επόμενα βήματα, ο κ. Βέττας επισήμανε ότι το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα μπορέσει το κράτος να πάρει έσοδα από το κομμάτι της οικονομίας που σήμερα δεν συνεισφέρει και είναι μεγάλο ώστε να σταματήσει σαν να υπερφορολογεί το άλλο κομμάτι. Αναφορικά με τις επενδύσεις, υπογράμμισε ότι θα έρθουν ουσιαστικά όταν βελτιωθεί η θεσμική λειτουργία στη χώρα, καθώς κανείς δεν θα εμπιστευτεί σοβαρά ποσά αν δεν ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού σε 2 ή 3 χρόνια. «Θα ήταν εξαιρετικό αν μία κυβέρνηση έλεγε ότι «εφάρμοσα μία τέτοια πολιτική που να μην ανησυχεί κανείς για τι θα κάνει η επόμενη κυβέρνηση», είπε κλείνοντας.
Η Αναστασία Μιαούλη, Πρόεδρος του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου σημείωσε ότι «τα δίδυμα ελλείμματα είναι συνυφασμένα με την ιστορία του τόπου και μας συνοδεύουν από την ίδρυση του κράτους», προσθέτοντας ότι η δημοσιονομική συνέπεια είναι συστατικό κάθε καλής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις είναι εδώ και για να απλώνουν ένα δίκτυ προστασίας στους πιο ευάλωτους όταν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, είπε αναφερόμενη σε εποχές κρίσης όπως την υγειονομική και την ενεργειακή κρίση. Σχετικά με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο του οποίου ηγείται, η κ. Μιαούλη τόνισε ότι ύπαρξη και μόνο ενός ανεξάρτητου θεσμού έχει αποδεχτεί πόσο βελτιώνει τη δημοσιονομική επίδοση, ακόμα και σαν προειδοποίηση ότι «υπάρχει κάποιος που παρακολουθεί και φέρει επιστημονική άποψη, είναι αρκετή σε μία δημοκρατία». Τέλος, χαρακτήρισε συνολικά τη σύνεση ως απαραίτητη συνταγή δημοσιονομικά και ζήτησε να «φύγουε από την ατέλειωτη ευφορία» ενώ αναφερώμενη στον τρόπο λειτουργίας των προηγούμενων γενεών, σημείωσε ότι χρειάζεται σήμερα λιγότερη κατανάλωση και περισσότερη αποταμίευση.
«Δεν υπάρχει διατηρήσιμη ανάπτυξη της οικονομίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αν αυτή συνοδεύεται από δημοσιονομικά ή εξωτερικά ελλείματα», σημείωσε ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, προσθέτοντας ότι σημασία δεν έχει μόνο το μέγεθος της ανάπτυξης αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Υπογράμμισε ότι η υπεραπόδοση των δημοσίων εσόδων συναρτάται και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια «όσο κι αν ήταν αντιδημοφιλείς» ενώ τόνισε τον κίνδυνο που υπάρχει στο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που χρίζει επαγρύπνηση. Ο κ. Αναστασάτος επανέλαβε την ανάγκη να αυξηθεί η αποταμίευση καθώς ακόμα η κατανάλωση παραμένει μεγαλύτερη σε σχέση με τα εισοδήματα. «Να επικεντρώσουμε σε δράσεις με πιο ενεργητικό τρόπο», είπε αναφερόμενος στη συγκράτηση μισθών και τιμών, την ενεργητική προώθηση των εξαγωγών και τις επενδύσεις, καθώς δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις ούτε εξαγωγές και σήμερα οι επενδύσεις αυξάνονται αλλά όχι επαρκώς.
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Διευθυντής Οικονομικής Έρευνας και Chief Economist της Τράπεζας της Ελλάδας σημείωσε ότι η προσαρμογή που περάσαμε στα τρία μνημόνια δημιουργεί μία κατάσταση όπου τα διπλά ελλείμματα είναι σχεδόν αδύνατα, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «οι συνθήκες έχουν αλλάξει» καθώς έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο στην ανάκαμψη ανταγωνιστικότητας ιδιαίτερα σε όρους κόστους εργασίας όπου όχι μόνο έχει αποκατασταθεί, αλλά έχουμε πάει σε επίπεδα καλύτερα από πριν την κρίση. Αναφερόμενος στο δημοσιονομικό έλλειμμα υπογράμμισε ότι βρέθηκε δημοσιονομικός χώρος και αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε μπορέσει να αποκαλύψουμε ένα κομμάτι της παραοικονομίας μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών, κάτι που επιταχύνθηκε και λόγω της πανδημίας. Και αυτό, όπως τόνισε θα διαρκέσει αφού ουσιαστικά αποκαλύπτεται μη δηλωμένο εισόδημα που μετά δεν μπορεί πλέον να αποκρύπτεται.
Ο Πάνος Τσακλόγλου, Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης αναφερόμενος στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό έως το 2032, σημείωσε ότι σήμερα η χώρα πληρώνει μόνο τόκους, αλλά αργότερα θα πρέπει να πληρώσει τα χρεολύσια για να ολοκληρώσει την αποπληρωμή, ενώ υπογράμμισε το γεγονός ότι το μεγάλο κομμάτι του χρέους της Ελλάδας είναι διακρατικό και όχι σε ιδιώτες και αυτό είναι θετικό. Αναφερόμενος στο συνταξιοδοτικό, σχολίασε ότι το ποσοστό αναπλήρωσης του συνταξιοδοτικού στην Ελλάδα είναι από τα ψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν και συνεχίσουμε να πορευόμαστε μα βάση το νόμο Κατρούγκαλου, το σύστημα θα γίνει βιώσιμο. «Ο νόμος Κατρούγκαλου ουσιαστικά προστάτευσε τους τότε συνταξιούχους εις βάρος των μελλοντικών γενιών», είπε θυμίζοντας ότι τα 2/3 της αύξησης δημοσίου χρέους την περίοδο 2001-2010 προέρχονται από μεταβίβαση του προϋπολογισμού προς το συνταξιοδοτικό.
Τέλος, ο Πλάτων Τήνιος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς αναφέρθηκε στις εξελίξεις στη Γαλλία, τονίζοντας ότι βρίσκεται σήμερα στην αντίστοιχη φάση που η Ελλάδα βρέθηκε με το νόμο Γιαννίτση για το συνταξιοδοτικό, με τη διαφορά, όπως σχολίασε, ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν έκανε πίσω και συνεχίζει εισπράττοντας το οπλιτικό κόστος. Σχετικά πρόσθεσε ότι η μεταρρύθμιση που εγκρίθηκε πρόσφατα στη Γαλλία ήθελε μεν αρκετό θάρρος, αλλά ήταν μικρότερης κλίμακας από αυτήν που ουσιαστικά χρειάζεται η χώρα για τη βιωσιμότητα του συστήματος και εξαιτίας των επιπλέον υποχρεώσεις που έχει για τα πυρηνικά της προγράμματα. «Οι ακάλυπτες οικονομικές υποχρεώσεις βγαίνουν τελικά από την ίδια τσέπη», είπε, συμπληρώνοντας ότι για το λόγο αυτό πρέπει να μη συζητιούνται αποσπασματικά αλλά συνολικά και η συζήτηση να είναι συντονισμένη.