Tο κόστος χρήματος για τις εισηγμένες εταιρείες, παρά τη σημαντική βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων, ελάχιστα βελτιώθηκε στην πραγματική οικονομία.
Το κόστος του χρήματος σε συνδυασμό με τη μείωση των λειτουργικών κερδών οδήγησε σε επιδείνωση του λόγου κόστος δανεισμού προς EBITDA στο 19,5%, έναντι 18,2% το 2017.
Με απλούς αριθμούς, σχεδόν 1 στα 5 ευρώ που παράγουν ως λειτουργικό κέρδος οι εισηγμένες, δαπανάται στον βωμό της αποπληρωμής χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία και με βάση τα οικονομικά μεγέθη που ανακοίνωσαν για το 2018 οι εταιρείες, κατά την περσινή χρήση, οι πληρωμές για τόκους και συναφή χρηματοοικονομικά έξοδα μειώθηκαν ελάχιστα και διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, κοντά στα επίπεδα του 1,6 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή και το 2017.
Η αλήθεια είναι πως το κόστος του χρήματος είναι σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της κρίσης όπου η αναλογία των δαπανών για τόκους προς τα EBITDA ήταν της τάξης 1 στα 3 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που παρουσιάστηκε σημαντική βελτίωση στη χρηματοοικονομική εικόνα των εισηγμένων, και η οποία συνεχίστηκε και το 2017. Ειδικότερα, με βάση τα μεγέθη 166 εισηγμένων εταιρειών για το 2018 (δεν συμπεριλαμβάνεται ο χρηματοοικονομικός τομέας), οι εταιρείες κατέβαλαν σε τόκους 1,56 δισ. ευρώ, ποσό ελαφρά μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017, οπότε οι τόκοι που είχαν καταβληθεί ήταν της τάξης του 1,59 δισ. ευρώ.