«Βουνό» εξακολουθούν να σχηματίζουν τα χρέη των Ελλήνων προς χρηματοδοτικούς φορείς (τράπεζες – servicers) και Δημόσιο (εφορία – ασφαλιστικά ταμεία), παρά τη σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών την τελευταία πενταετία.
Όπως προκύπτει από στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, το σύνολο του ιδιωτικού χρέους ανέρχεται σήμερα σε πάνω από 371 δισ. ευρώ, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να διαμορφώνονται στα 224 δισ. ευρώ. Το 2019 τα συνολικά χρέη των νοικοκυριών και επιχειρήσεων «άγγιζαν» τα 333 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα ληξιπρόθεσμα αφορούσαν σε 233 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 τα αντίστοιχα ποσά διαμορφώθηκαν σε 342 δισ. ευρώ και 233 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Τον αμέσως επόμενο χρόνο το ιδιωτικό χρέος ανήλθε στα 376 δισ. ευρώ (ληξιπρόθεσμο 251 δισ. ευρώ), για να ανέβει στα 382 δισ. ευρώ το 2022, εκ των οποίων τα 243 δισ. ευρώ ήταν ληξιπρόθεσμο.
Από τα περίπου 371 δισ. ευρώ που υπολογίζεται σήμερα το ιδιωτικό χρέος:
- Τα 61 δισ. ευρώ είναι το ύψος των «κόκκινων» δανείων που διαχειρίζονται οι servicers, με τον αριθμό τους να έχει εξελιχθεί ως εξής: από 24 δισ. ευρώ το 2019 σε 40 δισ. ευρώ το 2020, 80 δισ. ευρώ το 2021 και 71 δισ. ευρώ το 2022.
- Τα 12 δισ. ευρώ είναι τα «κόκκινα» δάνεια που εξακολουθούν να βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών. Το 2019 το αντίστοιχο ποσό «άγγιζε» τα 69 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 τα 47 δισ. ευρώ. Το 2021 τα ΜΕΔ των τραπεζών μειώθηκαν – λόγω κυρίως του «Ηρακλή» – σε 18 δισ. ευρώ και το 2022 σε 13 δισ. ευρώ.
- Τα 10 δισ. ευρώ είναι τα ενήμερα δάνεια στους servicers και τα οποία, δυνητικά θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα.