Την αισιοδοξία της ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν τεθεί μέχρι το 2019, εξέφρασε η γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών καθηγήτρια Χαρούλα Απαλαγάκη, μιλώντας στο banking forum της ΕΕΔΕ.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ, η κα Απαλαγάκη επισήμανε ότι η δημιουργία του μεγάλου ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων στη χώρα μας δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στη «γενναιόδωρη στρατηγική πιστωτικής επέκτασης που ακολούθησαν οι τράπεζες» για μια μακρά περίοδο πριν την κρίση -όπως συνηθίζεται να υποστηρίζεται – αλλά είναι συνέπεια οριζόντιων κινήσεων που δεν προήλθαν από τις τράπεζες και καλλιέργησαν την κουλτούρα της μη πληρωμής.
Η κα Απαλαγάκη, αναφερόμενη στα αποτελέσματα που έχουν σύγχρονα εργαλεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων που δημιούργησαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο επιχειρείν, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός, είπε ότι δεν ευσταθούν απόψεις ότι το τραπεζικό σύστημα δεν τα στήριξε. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει η προσέλευση και η αποδοχή από πλευράς επιχειρήσεων που θα ήταν επιθυμητή δεν οφείλεται στις τράπεζες που στήριξαν με ενθουσιασμό την προσπάθεια, είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στην επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία, η κα Απαλάγακη επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η συνέχισή της προϋποθέτει περαιτέρω ανάπτυξη και νέες πιστώσεις. Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα νέα κριτήρια που πρέπει να υιοθετούνται στον τομέα των χρηματοδοτήσεων και ειδικότερα στο κριτήριο της βιώσιμης ανάπτυξης, προκειμένου να δοθούν νέα δάνεια.
Αναφορικά με την επιστροφή καταθέσεων είπε ότι έχει ανακτηθεί περίπου το 9% όσων έφυγαν (περίπου 14,6 δισ. ευρώ) , μια τάση που θα συνεχιστεί, με αποτέλεσμα να επιστραφεί περίπου το 30% σε ορίζοντα τριετίας.
Η κα Απαλαγάκη αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο πλαίσιο που διέπει την εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο τροποποιήσεων, ώστε όλοι να έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε ορισμένες κρίσιμες θέσεις στη δομή των τραπεζών μας.
Μιλώντας γενικότερα για το ρυθμιστικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επισήμανε ότι έχουμε μία ακατάπαυστη μεταβλητότητα σε ό,τι αφορά και τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που δημιουργεί ένα βαθμό ανασφάλειας και ρευστότητας και υποχρεώνει τις τράπεζες σε διαρκή προσαρμογή. Η ρύθμιση δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη συμβολή των τραπεζών στην ανάπτυξη με κοινωνικό αντίκτυπο, επισήμανε.
H γ.γ. της ΕΕΤ έκανε αναφορά και στις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που συνδέονται με τον ανταγωνισμό των τραπεζών με τους καλούμενους τρίτους παίκτες ιδιαίτερα στον τομέα των πληρωμών, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να γίνεται με ισότιμους όρους εποπτείας για όλους.