Αν και έχουν αρχίσει να εμφανίζονται αχτίδες αισιοδοξίας γύρω από την Ελλάδα καθώς το Eurogroup αναμένεται στις 3 Δεκεμβρίου να εγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2019, ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα και παραμένουν περίπλοκα, και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. θα πρέπει να αποφύγουν να φορούν… “χρωματιστά” γυαλιά όταν κοιτούν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Brookings Institute. Όπως επισημαίνει, η ελληνική κυβέρνηση στέλνει λάθος μήνυμα στις αγορές, την στιγμή που για να πετύχει υπερπλεονάσματα, κόβει από τις δημόσιες επενδύσεις, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας.
Στις 21 Νοεμβρίου, στην πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η Κομισιόν ανέβαλε την εκταμίευση 600 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, τα οποία προέρχονται από τα SMPs και τα ANFAs. Η καθυστέρηση της δόσης αυτής, καθώς και η έλλειψη προόδου στις ιδιωτικοποιήσεις και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, θα στοιχίσουν στην χώρα ακριβά, όπως προειδοποιεί.
Το Ινστιτούτο τονίζει σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022 που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους, το μερίδιο των μισθών του δημοσίου στον προϋπολογισμό αυξάνεται από τα 15,6 δισ. ευρώ το 2015 στα 17,1 δισ. ευρώ το 2018 και στα 17,6 δισ. ευρώ το 2019. Όπως τονίζει, είναι επομένως προφανές ότι η κυβέρνηση στοχεύει στο πολιτικό κέρδος, πετώντας ψίχουλα στους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους.
Όπως προσθέτει, το “τσεκούρι” στις δημόσιες επενδύσεις συνεχίζει να υπομονεύει τις προοπτικές ανάπτυξης, την παραγωγικότητα, τα επίπεδα των μισθών και την απασχόληση. Όσον αφορά στην παραγωγικότητα πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank ορθώς τονίζει ότι υποχωρεί απότομα με αποτέλεσμα να ανεβάζει το εργατικό κόστος και να πλήττει την ανταγωνιστικότητα.
Σύμφωνα με το Brookings, η μεσοπρόθεσμη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να βασίζεται στα εξής τρία βήματα:
1. Ψήφιση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν ώστε να λάβει η χώρα άμεσα τα 600 εκατ. ευρώ
2. Την άμεση αντιμετώπιση του ζητήματος των ληξιπρόθεσμων οφειλών
3. Την αποφυγή πρωτογενών υπερπλεονασμάτων από το 2019 και μετά
στο εξής (δηλαδή να μην υπερβαίνουν το 3,5% που έχει συμφωνηθεί).
Αυτά τα τρία βήματα, όπως επισημαίνει, θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου και θα δώσουν σημαντική ώθηση στην οικονομία. Ωστόσο, με τη στήριξη της κοινής γνώμης να υποχωρεί και εν όψει εκλογών, η ελληνική κυβέρνηση, φαίνετια να προτιμά να θέσει διαφορετικές προτεραιότητες εις βάρος της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης. Και είναι περίεργο που οι Ευρωπαίοι πιστωτές δεν σκοπεύουν να αντιδράσουν, καταλήγει το Ινστιτούτο.