Το φαινόμενο της έντονης κινητικότητας του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού της Ελλάδας προς το εξωτερικό, το λεγόμενο brain drain, τέθηκε στο μικροσκόπιο του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ). Μέσα από τη διοργάνωση ενός βιωματικού εργαστηρίου το ΕΚΤ έφερε στο ίδιο τραπέζι τρεις πυλώνες διαλόγου: υπεύθυνους χάραξης πολιτικών, μέλη της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας και εκπροσώπους επιχειρήσεων.
Στο βιωματικό εργαστήρι οι εκπρόσωποι των φορέων, ερευνητών και επενδυτών κλήθηκαν να συνεργαστούν και μέσα από καινοτόμες δράσεις να συζητήσουν για το φαινόμενο του brain drain. Προσωποποίησαν μια μορφή κινητικότητας, δίνοντας στο πρόσωπο που εμπνεύστηκαν όνομα, ηλικία και επαγγελματικό προφίλ και ορίζοντας τους λόγους μετακίνησης. Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε ομάδες και πρότειναν λύσεις για την ανάσχεση ή και αντιστροφή του φαινομένου και στο τέλος συμμετείχαν σε ένα δομημένο διάλογο ανταλλαγής απόψεων. Τα συμπεράσματα του εργαστηρίου ανέλαβαν να συνοψίσουν ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Λόης Λαμπριανίδης, ο επίκουρος καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Μανώλης Πρατσινάκης, και η καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντιγόνη Λυμπεράκη.
Για την κινητικότητα του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού της χώρας δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία, ανέφερε κατά την έναρξη του εργαστηρίου ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Λόης Λαμπριανίδης. Σύμφωνα με δικές του έρευνες, ο αριθμός των πτυχιούχων που δουλεύουν στο εξωτερικό υπολογίζεται σε 300.000, ενώ στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας κάνουν λόγο για 500.000. «Πρόκειται για ένα νούμερο συγκλονιστικό κατά τη γνώμη μου, ένα ποσοστό της τάξης του 17%-26% των πτυχιούχων από την Ελλάδα έχει φύγει στο εξωτερικό», υπογράμμισε ο κ. Λαμπριανίδης.
Αναζητώντας τις αιτίες του φαινομένου, ο κ. Λαμπριανίδης διευκρίνισε ότι το ποσοστό των πτυχιούχων στην Ελλάδα σε σχέση με τον πληθυσμό είναι περίπου αυτό του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρρίπτοντας την επιχειρηματολογία ότι η Ελλάδα παράγει περισσότερους πτυχιούχους. «Αυτό που προκύπτει είναι ότι δεν υπάρχει ζήτηση από την πλευρά τόσο του Δημοσίου, όσο και των επιχειρήσεων για εξειδικευμένο προσωπικό γιατί δεν παράγουμε προϊόντα και υπηρεσίες οι οποίες χρειάζονται αυτό το προσωπικό».
Σε έρευνα που έγινε το 2020 για τη γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων, υπό την επιστημονική επίβλεψη του κ. Λαμπριανίδη και της διευθύντριας του ΕΚΤ, Εύης Σαχίνη, προέκυψε ότι το 31,3% των διδακτόρων εργάστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό με το 14,8% να εξακολουθούν να ζουν και να εργάζονται έξω. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, το 46,3% απάντησε ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια και οι προϋποθέσεις και οι λόγοι επιστροφής συναρτώνται κυρίως με τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας.
Εκτός από τις «μεσομακροπρόθεσμες λύσεις που αφορούν στην επίλυση αυτών των θεμάτων που διώχνουν τους ανθρώπους, με το παραγωγικό υπόδειγμα που δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας, τα θεσμικά ζητήματα και τον νεποτισμό στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα», ο κ. Λαμπριανίδης τόνισε ότι «πρέπει να βρούμε και βραχυπρόθεσμα μέτρα, ενισχύοντας αδιάκριτα και συγκροτημένα όχι μόνο αυτούς που είναι έξω και θέλουν να επιστρέψουν, αλλά όλους, ώστε να μην φεύγουν».
Και ο επίκουρος καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Μανώλης Πρατσινάκης, ο οποίος έχει μελετήσει ευρέως τη μετακίνηση Ελλήνων προς το εξωτερικό και ιδίως προς τη Μεγάλη Βρετανία, έκανε λόγο για μια «πρωτοφανή αυξημένη κινητικότητα σε σχέση με το παρελθόν που παρέχει ένα αρνητικό ισοζύγιο» και πρόσθεσε: «Η τάση αυτή ξεκίνησε από την οικονομική κρίση και συνεχίζει ως τέτοια και εάν ανεκδοτολογικά γνωρίζουμε περιπτώσεις που επέστρεψαν, η μεγάλη εικόνα είναι αυτή».
Για όσους επιθυμούν να γυρίσουν μελλοντικά ή για όσους θέλουν να αποκτήσουν σχέσεις και συνεργασίες με την Ελλάδα ο στόχος θα πρέπει να είναι διπλός, σύμφωνα με τον κ. Πρατσινάκη. «Αφενός να δημιουργήσουμε όλες αυτές τις συνθήκες που θα φέρουν αυτούς που θέλουν να είναι σε επαφή με τη χώρα και ταυτόχρονα να εργαζόμαστε για τη θεραπεία των δομικών αυτών προβλημάτων που κάνουν αυτό το ισοζύγιο διαχρονικά αρνητικό προς τη χώρα μας». Τα δομικά αυτά προβλήματα, εξήγησε, σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση, την αξιοκρατία και το παραγωγικό μοντέλο, δηλαδή την αύξηση των θέσεων εργασίας για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι δεξιότητες του εξειδικευμένου δυναμικού και να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Επιπλέον, ο κ. Πρατσινάκης αναφέρθηκε σε ακόμα δύο σχετικά φαινόμενα πολύ λίγο διερευνημένα, το «virtual drain», όπου πολλοί εργάζονται στο εξωτερικό, αλλά παραμένουν στην Ελλάδα «και είναι κάτι που μπορεί να το δούμε περισσότερο στο μέλλον», αλλά και τη μετακίνηση μη Ελλήνων προς την Ελλάδα, την οποία επιλέγουν ως τόπο διαμονής και όχι τόσο εργασίας «και γνωρίζουμε ότι η παρουσία αυτών των ατόμων συνεπάγεται ανισορροπίες σε σχέση με το στεγαστικό στη χώρα».
Η καθηγήτρια του Παντείου, Αντιγόνη Λυμπεράκη έδωσε αντιθέτως έμφαση στα θετικά στοιχεία της μετακίνησης Ελλήνων προς το εξωτερικό και εκτίμησε ότι το brain drain «δεν είναι κάποιο ιδιαίτερο φαινόμενο που φυλλοροεί η χώρα και ίσως να μην είναι τόσοι πολλοί όσοι έφυγαν». Από αυτή τη διαδικασία, παρατήρησε, «εμείς θέλουμε να πετύχουμε τη διεθνοποίηση του τοπικού, ακόμα και άνθρωποι που δεν θα μετακινηθούν να έχουν πρόσβαση στην τεχνογνωσία και τις ιδέες των ανθρώπων που έχουν δουλέψει στο εξωτερικό», αισθανόμενοι ότι «είναι τμήματα μιας παγκόσμιας κοινότητας στον τομέα που υπηρετούν».
Αναφερόμενη στις συζητήσεις που έγιναν στο πλαίσιο του εργαστηρίου, η κ. Λυμπεράκη περιέγραψε ότι υπήρξαν πολύ διαφορετικές οπτικές. «Μόνο αν κάτσουμε με ανοιχτό μυαλό και με μια στόχευση να μάθουμε τη συνολική εικόνα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το δεδομένο για να υπάρχουν ευκαιρίες γνώσης, εργασίας και συνεργασιών για όσους ανθρώπους δεν μπορούν να μετακινηθούν. Και νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο μπορούμε να το αξιοποιήσουμε με τους ανθρώπους που έφυγαν και σκέφτονται να γυρίσουν και με αυτούς που δεν σκέφτονται να γυρίσουν», κατέληξε.
Το ΕΚΤ, ως φορέας του ερευνητικού συστήματος που επικεντρώνεται στην παραγωγή στατιστικών δεδομένων ως φορέας της Εθνικής Στατιστικής Αρχής, τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης και την τεκμηρίωση των δημόσιων πολιτικών, προχώρησε στη δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας, του «PolicyLab», πρώτη δράση του οποίου αποτέλεσε το βιωματικό εργαστήρι για το brain drain. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια του ΕΚΤ, Εύη Σαχίνη, ανέφερε ότι πρόκειται για ένα «δουλεμένο εργαλείο από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΟΟΣΑ, οι οποίοι έχουν μάθει να χειρίζονται τη διαφορετικότητα όχι ως μια τάση που απομακρύνει τον ένα από τον άλλο, αλλά ως μια τάση σύγκλισης». Φέρνοντας αυτό το εργαλείο στην Ελλάδα το ΕΚΤ «προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δομημένο διάλογο για το πρόβλημα αυτό», λέει η κ. Σαχίνη και χαρακτηρίζει τη δράση αυτή «ένα πείραμα, να φέρουμε τους stakeholders σε ένα τραπέζι όχι από έδρας, αλλά να μπουν σε ένα διαδραστικό διάλογο σε μια προσπάθεια συστηματοποίησης και του προβλήματος και της λύσης».
Τα αποτελέσματα του εργαστηρίου θα δημοσιευθούν σε ειδική έκδοση και θα τροφοδοτήσουν τη συζήτηση σε συνέδριο που θα οργανώσει το ΕΚΤ για το ίδιο θέμα τον ερχόμενο Νοέμβριο στην Αθήνα.