Τέσσερις εφοπλιστές – ιδιοκτήτες εταιρειών με ρυμουλκά σκάφη, επτά στελέχη και υπάλληλοι αυτών των επιχειρήσεων, ο κεντρικός λιμενάρχης Θεσσαλονίκης και έξι πλοηγοί του Πλοηγικού Σταθμού της πόλης κατηγορούνται για την υπόθεση του «άτυπου καρτέλ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί εκτός αγοράς ανταγωνιστική εταιρεία, της οποίας το πελατολόγιο καρπώθηκαν.
Όλα ξεκίνησαν έπειτα από ανώνυμη καταγγελία βάσει της οποίας ιδιοκτήτες εταιρειών με ρυμουλκά σκάφη, σε συνεργασία με τον κεντρικό λιμενάρχη και πλοηγούς, φαίνεται να είχαν δημιουργήσει το άτυπο “καρτέλ”.
Έγγραφα που περιλαμβάνονται στην ογκωδέστατη δικογραφία αποκαλύπτουν ότι οι «αδιάφθοροι» των Σωμάτων Ασφαλείας δημιούργησαν κλοιό στα εμπλεκόμενα άτομα, παρακολουθώντας τα κινητά τους τηλέφωνα, ενώ η δραστηριότητα μεμονωμένων προσώπων κατεγράφη με εικόνα και ήχο. Η έρευνα κορυφώθηκε την περασμένη Δευτέρα, όταν η νεοσύστατη Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας συνέλαβε, στη διάρκεια μεγάλης επιχείρησης σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, 18 άτομα που κατηγορούνται για εμπλοκή στην υπόθεση, πραγματοποιώντας παράλληλα εκτεταμένες έρευνες σε σπίτια και γραφεία, απ’ όπου κατασχέθηκαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, συσκευές αποθήκευσης (usb stick), χειρόγραφες σημειώσεις κ.ά.
Οι απολογίες των κατηγορουμένων θα ξεκινήσουν αύριο Σάββατο, όταν την πόρτα του γραφείου της α’ ειδικής ανακρίτριας Θεσσαλονίκης θα περάσουν οι εφοπλιστές, τα στελέχη και οι υπάλληλοι των εταιρειών, ενώ μία μέρα αργότερα θα κληθούν να λογοδοτήσουν στην ίδια ανακρίτρια ο λιμενάρχης και οι πλοηγοί.
«Βούιξε» το λιμάνι
Ως καταλύτης στην αποκάλυψη της υπόθεσης έδρασε καταγγελία που έφτασε στις 4 Ιουλίου 2018 στους «αδιάφθορους» του Λιμενικού Σώματος, όπου, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι δύο πλοηγοί του πλοηγικού σταθμού Θεσσαλονίκης λαμβάνουν μηναίο μισθό από εταιρείες ρυμουλκών, από 1.000 έως 2.000 ευρώ, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η ίδια καταγγελία έλεγε ότι ναυτικοί πράκτορες αναγκάζονται να πληρώνουν από 50 έως 100 ευρώ για κάθε πρακτορευόμενο πλοίο, φοβούμενοι το κόστος που μπορεί να προκαλέσουν οι πλοηγοί στις επιχειρήσεις τους σε περίπτωση άρνησης καταβολής των χρημάτων από την καθυστερημένη παραμονή του πλοίου στο λιμάνι. Το λιμάνι «βουίζει» από σχόλια και το Λιμεναρχείο επιδεικνύει μία «ύποπτη και παράξενη αδιαφορία», ήταν δύο από τις χαρακτηριστικές εκφράσεις της καταγγελίας.
Οι τηλεφωνικές συνομιλίες που άρχισαν να καταγράφονται και περιλαμβάνονται σε 165 πολυμορφικούς ψηφιακούς δίσκους (DVD) αλλά και σε 378 εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αποκαλύπτουν τη φερόμενη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, το πλέγμα των σχέσεων των μελών της χαρακτηριζόμενης ως εγκληματικής οργάνωσης, τα αθέμιτα οικονομικά ωφελήματα που φέρονται να λάμβαναν σε μηνιαία βάση ο λιμενάρχης και οι πλοηγοί, πρακτικές εκβίασης εις βάρος της θιγόμενης εταιρείας και ναυτικών πρακτόρων κ.ά.
Το διευθυντήριο, η αποβολή του ανταγωνιστή και το μοίρασμα του τζίρου
Όπως περιγράφεται στη δικογραφία, ως διευθύνοντες της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης, κατηγορούνται οι ιδιοκτήτες των εταιρειών ρυμουλκών που -με τη συνδρομή των υπολοίπων εμπλεκόμενων- συνασπίστηκαν για να αποβάλλουν από την αγορά ανταγωνίστρια εταιρεία με πολυετή παρουσία στον τομέα των ρυμουλκήσεων πλοίων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται στις 12 Ιουνίου του τρέχοντος έτους, όταν η θιγόμενη εταιρεία αναγκάζεται να κάνει παύση των εργασιών της και το πελατολόγιό της εξυπηρετείται έκτοτε από τις υπόλοιπες τέσσερις εταιρείες ρυμουλκών που, κατά τη δικογραφία, είναι οι μόνες πλέον που δραστηριοποιούνται στον τομέα ρυμουλκικών εργασιών στο λιμάνι της πόλης.
Στη δικογραφία επισημαίνεται ότι το μερίδιο αγοράς της φερόμενης ως παθούσας εταιρείας αντιστοιχεί σε 1,85 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο διαμορφώνεται από τους κύκλους εργασιών για το 2018 και μέχρι τα μέσα του 2019, την παύση συνεργασίας με διεθνή εταιρεία κ.ά. Το μερίδιο αυτό, κατά τα διωκτικά έγγραφα, το καρπώθηκαν οι τέσσερις εναπομείνασες εταιρείες, οι ιδιοκτήτες των οποίων μάλιστα φαίνεται να συμφώνησαν η κατανομή των κερδών να είναι ισόποση, λαμβάνοντας, η κάθε μία, το 25% του περιουσιακού οφέλους.
Ο ρόλος των πλοηγών και του κεντρικού λιμενάρχη
Στην καθημερινή πρακτική ο πλοίαρχος κάθε πλοίου που εισπλέει ή αποπλέει προς ή από κάθε λιμάνι συμβουλεύεται και εμπιστεύεται σε σχεδόν απόλυτο βαθμό την εμπειρία και καθοδήγηση του υπεύθυνου πλοηγού και η απόφαση που λαμβάνει για τον απαιτούμενο αριθμό ρυμουλκών ταυτίζεται με την απόφαση του πλοηγού. Αυτό επισημαίνουν έμπειροι λιμενικοί που τονίζουν ότι για τον προσδιορισμό του αριθμού των ρυμουλκών λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες ασφαλούς ρυμούλκησης και ιδιαιτέρως οι ελκτικές ικανότητες του πλοίου, η κατάσταση φόρτωσής του, οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες αλλά και οι εν γένει συνθήκες σε κάθε λιμάνι.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι πλοηγοί, που είναι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού, ήταν το «κλειδί» στην συγκεκριμένη υπόθεση και διέθεταν εξουσίες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, με το πρόσχημα της ασφαλούς ναυσιπλοΐας ή τις καιρικές συνθήκες, υποχρέωναν την φερόμενη ως θιγόμενη εταιρεία να χρησιμοποιεί τρία ή τέσσερα ρυμουλκά για την εξυπηρέτηση των πελατών της, γνωρίζοντας ότι διέθετε μόνο δύο, ενώ την υποχρέωναν να ναυλώσει ρυμουλκά από την Καβάλα ή την Αλεξανδρούπολη ή τον Πειραιά. Συνέπεια αυτών ήταν εκτός από το κόστος για την μίσθωση των απαιτούμενων ρυμουλκών, να καθυστερεί το έργο της, αλλά και να υφίσταται πλήγμα το κύρος και η αξιοπιστία της λόγω της μη έγκαιρης εξυπηρέτησής των πελατών που φαίνεται να κατήγγειλαν την σύμβαση εργασίας που είχαν συνάψει, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο.
Εξάλλου, οι ίδιοι πλοηγοί κατηγορούνται ότι απειλούσαν ναυτικούς πράκτορες πως εάν φέρουν αντίρρηση στον αριθμό των ρυμουλκών που όριζαν ως απαραίτητα ή εάν δεν του κατέβαλλαν μηνιαίο μισθό, εκείνοι δεν θα επέτρεπαν την είσοδο του πλοίου στο λιμάνι ή θα καθυστερήσουν σημαντικά τη διαδικασία.
Από την πλευρά του, ο κεντρικός λιμενάρχης εμφανίζεται να υποστηρίζει τις αποδιδόμενες ενέργειες στους πλοηγούς, παρότι είχαν φτάσει γραπτές καταγγελίες στο γραφείο του. Ο ίδιος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται να εισέπραττε αθέμιτα οικονομικά ωφελήματα «προκειμένου να διευκολύνει τους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης».
Διαβάστε επίσης: