Του ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΝΣΤΑ
- «Μα που βρίσκουν τα λεφτά;»
- «Μήπως σχεδιάζουν ξαφνικές εκλογές;»
- «Μήπως υπονομεύουν την δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας;»
Εύλογα ερωτήματα αναδύονται, στην κοινή γνώμη που παρακολουθεί άναυδη την κυβέρνηση της χώρας, να «μοιράζει» λεφτά , επιδόματα και φοροελαφρύνσεις, καλύπτοντας ταυτόχρονα τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους του μεταμνημονιακού ζουρλομανδύα.
Οι μειώσεις στην φορολογία των ακινήτων, η μείωση του ΕΝΦΙΑ φέτος και η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ για το 2020, η γιγαντιαία ένεση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία -της τάξης των 5 δις Ευρώ- που σχεδιάζει για του χρόνου η κυβέρνηση, πέρα από την προφανή ικανοποίηση, προκαλούν φυσιολογικά αγωνία στους πολίτες.
Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες είχαν συνηθίσει σε άλλου είδους πολιτικές: Συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, αυξήσεις φόρων και εισφορών, βίαιη φορολογική αφαίμαξη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας.
Σήμερα όμως αποκαλύπτεται πόσο γελοία ήταν η πολιτική επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης των αριστεροδέξιων λαϊκιστών:
- «Εμείς, βγάζουμε υπερ-πλεονάσματα, περισσότερα από αυτά που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους και των αναγκών του Κράτους, για να μας αφήσετε ήσυχους, να κυβερνήσουμε όπως εμείς θέλουμε, να στηρίζουμε σποραδικά κοινωνικές ομάδες με βάση τους δικούς μας εκλογικούς στόχους και να διορίζουμε φίλους, συντρόφους, συγγενείς και αγαπητικούς στο Δημόσιο»
Από τη στιγμή που τελείωσε η πολιτική των δημοσιονομικών ΥΠΕΡ-πλεονασμάτων, απελευθερώθηκαν πόροι για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Όταν στηρίζεται η πραγματική οικονομία, αυξάνει το ΑΕΠ, βρίσκουν δουλειά περισσότεροι άνθρωποι, πληρώνουν φόρους και εισφορές, επενδύουν και καταναλώνουν, βελτιώνουν τη ζωή τους.
Μετά από 10 χρόνια βάναυσων μνημονιακών πολιτικών η Ελλάδα, κατάφερε να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των δίδυμων ελλειμμάτων.
Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί συνετή δημοσιονομική πολιτική.
- Δυστυχώς -ενώ παντού στον πλανήτη βρέχει πάμφθηνο χρήμα- το Ελληνικό Κράτος ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΔΑΝΕΙΣΤΕΙ για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη του.
Το τελευταίο -αχρείαστο και χειρότερο- Μνημόνιο επιβάλει στην Ελλάδα ότι μέχρι το 2067 θα δανείζεται μόνον για να υποκαταστήσει τον υφιστάμενο δανεισμό, τα θεσμικά δάνεια με ομόλογα των αγορών. Δεν μπορεί το Ελληνικό Κράτος να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά έργα.
- Μόνον ο ιδιωτικός τομέας της ελληνικής οικονομίας μπορεί να δανειστεί για να φέρει την ανάπτυξη στη χώρα.
- Μόνον οι ιδιώτες -έλληνες και ξένοι- επενδυτές μπορούν να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας στη χώρα και τις πηγές εσόδων για το Κράτος.
Είναι απολύτως λογική η επιλογή της νέας κυβέρνησης, να στηρίζει με κάθε τρόπο τις ιδιωτικές επενδύσεις, να διευκολύνει την προσέλκυση κεφαλαίων, να ανοίγει δρόμους και επιλογές για Έλληνες και ξένους που θέλουν να επιχειρήσουν στην Ελλάδα. Το Κράτος πισθάγκωνα δεμένα στον ζουρλομανδύα του 3ου και του οιωνεί 4ου Μνημονίου, δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτήσει, με δανεικά από τις αγορές, την ανάπτυξη της χώρας.
Γι’ αυτό λοιπόν η κυβέρνηση ρίχνει άφθονο χρήμα στην πραγματική οικονομία της χώρας, εγκαταλείποντας οριστικά την πολιτική των δημοσιονομικών υπερ-πλεονασμάτων. Η επιλογή αυτή διευκολύνεται από την κατακόρυφη πτώση του κόστους δανεισμού στις αγορές, αλλά υποχρεωτικά θα συνεχιστεί ακόμη και όταν αλλάξουν οι όροι δανεισμού της χώρας στις αγορές.
Για το 2020 η κυβέρνηση έχει προγραμματίσει να ρίξει τουλάχιστον 5 δις Ευρώ στην πραγματική οικονομία.
- Ένα ποσό τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ θα διατεθεί υπό τη μορφή άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται τα 68 εκατ. ευρώ που θα δοθούν στους δικαιούχους του επιδόματος θέρμανσης μέσα στον Δεκέμβριο.
- Επιπλέον 143 εκατ. ευρώ θα επιστραφούν στις επιχειρήσεις, μετά τη ‘‘διόρθωση’’ της προκαταβολής φόρου των νομικών προσώπων, που θα ενισχύσει τη ρευστότητα των εταιρειών.
- Τα υπόλοιπα 300 εκατ. ευρώ θα αφορούν το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα που θέλει να διανείμει η κυβέρνηση μέχρι το τέλος του χρόνου.
Ταυτόχρονα, ισχυρή θα είναι η ‘‘ένεση’’ στην οικονομία από την επιτάχυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στο τέλος του έτους. Μέχρι σήμερα είχαν διατεθεί 2,35 δισ. ευρώ- και με βάση τον ετήσιο στόχο απομένει η έγκριση και η εκταμίευση ποσού ύψους 4,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου.