Με βασικό ζητούμενο την έκδοση κοινών ευρωομολόγων, στο Eurogroup του Μαρτίου η ευρωπαϊκή κοινότητα χωρίστηκε και πάλι σε δύο στρατόπεδα: το ένα με επικεφαλής την Κριστίν Λαγκάρντ και το άλλο με επικεφαλής την Άγκελα Μέρκελ.

Η μεν πρόεδρος της ΕΚΤ επανέλαβε τη θέση της για λύσεις στη λογική της «αμοιβαιοποίησης χρέους», υπογραμμίζοντας ότι η «γηραιά ήπειρος» αντιμετωπίζει μια κρίση επικών διαστάσεων και, λόγω της σοβαρότητάς της, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα, περιλαμβανομένων και των πιστωτικών γραμμών του ESM, ρευστότητας-εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, όπως κοινή έκδοση χρέους.

Παρά το γεγονός, ότι η Γερμανίδα καγκελάριος συμφώνησε με τη ζοφερή εκτίμηση της κατάστασης, απέρριψε την πρόταση για «αμοιβαίο χρέος» και προειδοποίησε τους πάντες να μην έχουν «μη ρεαλιστικές προσδοκίες».

Η κόντρα των δύο γυναικών, των ισχυρότερων –σύμφωνα με τα διεθνή μέσα– στην ευρωπαϊκή σκηνή, ήρθε να θυμίσει πως, επί της ουσίας, πρόκειται για έναν «πόλεμο» δύο εντελώς αντίθετων στρατοπέδων, σχολών σκέψης και άσκησης πολιτικής. Μιας αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως άρχισε να διαμορφώνεται από το 2009, με την ανάληψη του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και που εντάθηκε όταν τον Νοέμβριο του 2011 ανέλαβε τα ηνία της ΕΚΤ ο Μάριο Ντράγκι, με τον Ιταλό τραπεζίτη-οικονομολόγο να χαράσσει τη γραμμή της ποσοτικής χαλάρωσης.

Ο 72χρονος, γεννημένος στη Ρώμη και με πρότερη θητεία στην Goldman Sachs (αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος την περίοδο 2002-2005) και στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας (2006-2011), κέρδισε σχεδόν όλες τις «μάχες» που έδωσε στα 8 χρόνια της θητείας του στη Φραγκφούρτη. Ξεπέρασε τις έντονες αντιδράσεις του γερμανικού λόμπι για τη νομισματική πολιτική, αποσόβησε τον κίνδυνο διάσπασης της ευρωζώνης, και για πολλούς σε αυτόν οφείλεται το γεγονός ότι επιβίωσε το ευρώ όταν το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε έθετε πιεστικά ζητήματα χρέους και απαρέγκλιτης τήρησης των κανόνων.

Ως ο κορυφαίος υποστηρικτής της πολιτικής λιτότητας στην ευρωζώνη, ήταν για πολλούς αναλυτές ο κύριος υπαίτιος της κρίσης που παροξύνθηκε σταδιακά για να φτάσει στην ομιλία-αντίδραση του Ντράγκι (στο Λονδίνο, στις 26 Ιουλίου 2012) και στο περίφημο “Whatever it takes”.

Σε πρώτο χρόνο, σημείωνε τότε η γαλλική Les Echos, η παρέμβαση του Ιταλού τραπεζίτη, με μόλις τρεις λέξεις, πέρασε το μήνυμα προς τις πανίσχυρες «αγορές» ότι «όσο στοιχηματίζουν σε βάρος του μέλλοντος της ευρωζώνης και του ευρώ, θα βρουν απέναντί τους την ΕΚΤ».

Σε δεύτερο χρόνο, το αποτέλεσμα έγινε εμφανές, τα επιτόκια δανεισμού μειώθηκαν, τα χρηματιστήρια πήραν την ανιούσα, σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε ένα ευρύ πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η ευρωζώνη και το ευρώ κέρδισαν χώρο και χρόνο.

Οι δυο τους, Ντράγκι-Σόιμπλε, παρέμειναν αμετακίνητοι στις θέσεις τους, με το «ελληνικό πρόβλημα» να αποτελεί, συχνά-πυκνά, αντικείμενο οξύτατης πολεμικής.

Η πιο παροιμιώδης όταν σε συνέντευξή του (στους Financial Times) υποστήριξε ότι η πολιτική που ακολούθησε η ΕΚΤ το 2015, όταν η Ελλάδα έφτασε στη χρεοκοπία, ήταν αρκετά επιτυχής, καθώς διατήρησε την ενότητα του ευρώ αποτρέποντας παράλληλα προφανείς παραβιάσεις της Συνθήκης της ΕΕ. «Εάν θέλεις να διώξεις την Ελλάδα, διώξτην μόνος σου. Όχι μέσω της ΕΚΤ…» ήταν το ξεκάθαρο μήνυμα στην πλευρά Σόιμπλε, που πιεστικά ζητούσε να διακόψει κάθε χρηματοδότηση προς την Ελλάδα, ενέργεια που θα οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και, σχεδόν βέβαια, στην έξοδο της χώρας από το ευρώ.

Με την έμμεση στήριξη Ντράγκι (όπως αυτή εκφράστηκε με τη συνέντευξή του στους Financial Times, όπου μεταξύ άλλων έθετε και θέμα μερικής διαγραφής ιδιωτικού χρέους), η Λαγκάρντ δεν χρειάστηκε περισσότερο από μία εβδομάδα για να σταθεί απέναντι στη Μέρκελ, ενεργοποιώντας ένα ακόμη πιο διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (λόγω κορωνοϊού), ζητώντας λύσεις αμοιβαιοποίησης χρέους και προειδοποιώντας ότι «παίρνει πολύ χρόνο για να γίνουν τόσο λίγα». Για να επανέλθει, πρόσφατα, με αφορμή την απόφαση του BVerfG, στην Καρλσρούη, με την οποία κρίθηκε ως μη σύννομο το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (2015), συνεχίζοντας τις παρεμβατικές της δράσεις.

Όμως, πλέον, αντί για εξομάλυνση της κατάστασης και μιας κοινής προσπάθειας διαχείρισης της πρωτοφανούς κρίσης, «ξεσπά» μια διαμάχη, και δικαστική αυτήν τη φορά. Με την απόφαση των Γερμανών να απειλούν να θέσουν εν αμφιβόλω κάθε σκέψη όχι μόνο για λύσεις «αμοιβαίου χρέους», αλλά και για πιο ήπιες παρεμβάσεις της ΕΚΤ, σε μια περίοδο που η Ευρώπη δοκιμάζεται από μια χωρίς προηγούμενο ύφεση.

Και με το κλίμα τόσο φορτισμένο, το πιθανότερο είναι πως οι μέχρι τώρα αντιπαραθέσεις Λαγκάρντ – Μέρκελ-Βερολίνου δύσκολα δεν θα καταλήξουν στην «ψυχρή περίοδο» Ντράγκι-Σόιμπλε.

…………………….

 

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 19/05/2020