του Νικήτα Καστή*
Ήδη από το 2ο Μνημόνιο, δηλαδή από το 2012, στα Προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, η ελληνική πολιτεία «ανέλαβε την υποχρέωση» να διαμορφώσει και υποτίθεται να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Η οποία, λόγω της τότε επιδεινούμενης ύφεσης, κατέγραφε ύψη ρεκόρ στη διετία 2012-13. Και, στο πλαίσιο της εφαρμογής των λεγόμενων «ενεργητικών πολιτικών» απασχόλησης, η αναβάθμιση της ποιότητας και η επέκταση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ), σε ορίζοντα πενταετίας, να καταφέρει να ενισχύσει σημαντικά το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό και την ποιότητα του «ανθρώπινου κεφαλαίου», ώστε να επιτύχουμε την ταχεία οικονομική ανάκαμψη.
Επιδιώκοντας δηλαδή εξαρχής υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να βγούμε σχετικά γρήγορα από τον φαύλο κύκλο της δημοσιονομικής λιτότητας, προς τον ενάρετο της ανάπτυξης και της συνεχούς βελτίωσης της βιωσιμότητας του χρέους. Ό,τι άλλωστε παραμένει ακόμη ζητούμενο, με βάση και το τελευταίο συμφωνημένο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης (του 3ου Μνημονίου)!
Δυσκαμψίες που χαρακτηριστικά καθυστερούν την πρόοδο κάθε μεταρρύθμισης, ιδιαίτερα αυτών που έχουν να κάνουν με αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, αλλά και πρόσθετα εμπόδια, όπως οι συναρμοδιότητες δύο «διακριτών» γραφειοκρατιών, των υπουργείων της Παιδείας και της Εργασίας, συνέβαλαν σε μηδενική πρόοδο και σ’ αυτόν τον τομέα των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Μαζί με τις διάχυτες, στο σύνολο του πολιτικού προσωπικού και σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας, ιδεολογικές αγκυλώσεις. Περί της «στεγανοποίησης» της εκπαίδευσης από το επιχειρηματικό γίγνεσθαι – προφανώς για την αποφυγή της διείσδυσης της μιαρής «επιχειρηματικής κουλτούρας» στα παιδιά και τους νέους!
Σημαντική καινοτομία στο τεκμηριωμένο από τις αρχές του 2016 Σχέδιο Προγράμματος για την αναβάθμιση (και επέκταση) της ΕΕΚ, συνιστούσε και η εισαγωγή της εκπαίδευσης στους χώρους εργασίας, ευρύτερα γνωστής με τον όρο μαθητεία – νομοθετημένης ήδη από το Υπ. Παιδείας το έτος 2013! Εξού και ο «αργόσυρτος χειρισμός» από την τότε διακυβέρνηση και «η στάση» που υιοθέτησε η επόμενη, η σημερινή, την περίοδο 2014-2015. Ενώ και τώρα η υλοποίηση του προγράμματος καθυστερεί καταλυτικά, περιοριζόμενη στην εισαγωγή (προσθήκη) του Έτους («Τάξης») Μαθητείας μόνο στο πρόγραμμα των ΕΠΑΛ (Επαγγ. Λυκείων). Ενεργοποιώντας δε μόνον τους εργοδότες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μονάδες υγείας, βιβλιοθήκες, δήμους και δημοτικές επιχειρήσεις, αλλά και το ΓΕΕΘΑ (!) κ.λπ., για να προσφέρουν, με βάση εκδοθείσα σχετική υπουργική απόφαση, συγκεκριμένο ανά φορέα αριθμό θέσεων μαθητείας – σύνολο περίπου 6.300 «θέσεων στο δημόσιο»!
Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι αυτή η πολιτική πρακτική έχει επώδυνα, άμεσα αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Μη συμβάλλοντας, εκτός των άλλων, στη ριζική αντιμετώπιση της ανεργίας και δη των νέων, αλλά και των μακροπρόθεσμα ανέργων. Πρόκειται για τις δύο κατηγορίες του πληθυσμού που κυρίως πλήτονται σε ανάλογες καταστάσεις βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.
Και επίσης ότι η διεθνής εμπειρία, αλλά και πρόσφατες μελέτες για την Ελληνική περίπτωση καταδεικνύουν ότι οι εν προκειμένω μεταρρυθμίσεις δεν υποσκάπτουν μόνον τις προσπάθειες διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής αλλά, το κυριότερο, συνιστούν εμπόδιο για την ανάπτυξη. Σ’ αυτό το πλαίσιο άλλωστε, η πρόσφατα διεξαχθείσα ημερίδα από τον ΣΕΒ, σχετικά με το «χάσμα δεξιοτήτων», καταγράφεται ως χρήσιμη ενημερωτικά κίνηση, την οποία θάταν χρήσιμο να ακολουθήσουν κι άλλες – ας μου επιτραπεί να πω – καλύτερα τεκμηριωμένες και περισσότερο εστιασμένες.
Και δυο λόγια σχετικά με το τί χρειάζεται να επισπευσθεί. Χρειάζεται να προχωρήσει άμεσα η εισαγωγή της μαθητείας και στη μεταλυκειακή (ΙΕΚ) αλλά και στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, στο πλαίσιο των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και με τον εξορθολογισμό της λειτουργίας των υφιστάμενων δομών κατάρτισης. Των οποίων η προσφορά επαγγελματικής εκπαίδευσης απαιτείται να στηριχθεί σε ένα καλά μελετημένο, με ευθύνη των δημόσιων φορέων εποπτείας των δύο υπουργείων (Παιδείας και Εργασίας), ρυθμιστικό πλαίσιο ποιότητας προγραμμάτων και αντιστοίχισης προσόντων καθώς και τίτλων ακαδημαϊκών σπουδών και επιπέδων (τίτλων) επαγγελματικής επάρκειας. Έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προσφορά πολλαπλών επιλογών και ευκαιριών εκπαίδευσης και επαγγελματικής ανάπτυξης στους νέους καθώς και (επ-)ανακατάρτισης και επανένταξης στην απασχόληση στους λοιπούς ανέργους.
Και στα παραπάνω να προστεθεί η υιοθέτηση των κατάλληλων κινήτρων, ώστε να διασφαλισθεί η κρίσιμη συμμετοχή των επιχειρήσεων, με την προσφορά ευάριθμων θέσεων εκπαίδευσης στην εργασία, ορισμένες από τις οποίες θα μετατρέπονται σε θέσεις εργασίας.
Τέλος, να μην υποτιμήσουμε έναν ακόμη στόχο αυτής της – υπό καθεστώς «στάσης» («on hold») – μεταρρύθμισης, που έχει να κάνει με τη δραστική αναβάθμιση της ποιότητας και βέβαια και της εικόνας της μεταλυκειακής ΕΕΚ. Η οποία θα μπορέσει να βελτιώσει συστηματικά τις προοπτικές απασχόλησης των σπουδαστών, με ποιοτικά προγράμματα δι- ή και τριετούς διάρκειας, μέρος των οποίων με μορφή «μαθητείας». Προσφέροντας εντέλει μιαν – εξίσου αξιόπιστη με αυτήν της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – εναλλακτική προοπτική ανάπτυξης στους απόφοιτους λυκείου. Με ευεργετικά αποτελέσματα και για την αποσυμφόρηση των πανεπιστημίων.
*Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι Σύμβουλος Πολιτικής για το Ανθρώπινο Κεφάλαιο. Διευκρινίζεται ότι οι απόψεις του δεν αποτελούν και θέσεις του μελετητικού φορέα, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του.