Το 4ο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές που κατέθεσαν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και άλλων περιφερειακών εργοδοτικών Ενώσεων με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση εγκυκλίου του 2019 του υπουργείου Εργασίας με την οποία προβλεπόταν αύξηση 11% στις κατώτατες αποδοχές των δικαιούχων επιδομάτων προϋπηρεσίας ( στην αγορά τις γνωρίζουμε ως “τριετίες”).
Οι τριετίες στον κατώτατο μισθό και το ημερομίσθιο αποτελούν αυξήσεις αμοιβών που έχουν σχέση με την προϋπηρεσία των εργαζομένων σε οποιονδήποτε εργοδότη.
Το επίδομα προϋπηρεσίας, (« τριετίες»), ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού και μπορούν να καταβληθούν έως 3 τριετίες κατ’ ανώτατο όριο.
Το Aνώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η εγκύκλιος δεν μπορεί δικαστικά να κριθεί, αφήνοντας την επανενεργοποίηση των επιδομάτων προϋπηρεσίας στη διακριτική ευχέρεια του υπουργείου Εργασίας. Το Υπουργείο Εργασίας έχει λάβει σαφή θέση υπέρ της διατήρησης των τριετιών, κάτι που διατυπώθηκε και στο ΣτΕ.
- Δεν απαιτείται νέα νομοθετική παρέμβαση, καθώς οι “τριετίες” σχετίζονται με τον νόμο που τις θέσπισε και όχι με τον κατώτατο μισθό. Πρόκειται για ποσό 10% επί του κατώτατου μισθού, ανά 3 και έως 9 έτη, που δίνονταν σε ανειδίκευτους εργάτες και όσους λάμβαναν τον κατώτατο μισθό, έως το 2012.
Εάν το ΣτΕ είχε δεχτεί την προσφυγή χιλιάδες μισθωτοί «παλαιοί» εργαζόμενοι που δουλεύουν από το 2009 και παλαιότερα στον ίδιο εργοδότη θα κινδύνευαν να χάσουν έως και 195 ευρώ/μήνα.
Το 4ο Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου εκτιμά ότι η εν λόγω εγκύκλιος
- «δεν είναι εκτελεστή διότι έχει χαρακτήρα ερμηνευτικής εγκυκλίου» και προσθέτοντας ότι με την επίμαχη εγκύκλιο το υπουργείο Εργασίας παρέχει υποδείξεις για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, που όμως οι υποδείξεις αυτές «δεν είναι καθ΄ εαυτές δεσμευτικές για τους αποδέκτες και δεν αποτελούν νομική δέσμευση γι’ αυτούς».
Οι Σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν, ότι
- «δεν παράγονται δεσμευτικές έννομες συνέπειες από τις υποδείξεις σχετικά με το ύψος των καταβλητέων αποδοχών, η δε προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί κατόπιν τούτων εκτελεστή διοικητική πράξη». Μάλιστα, στο σκεπτικό της απόφασης ξεκαθαρίζεται ότι οι εργοδότες «μπορούν να μη συμμορφωθούν στο περιεχόμενο της εγκυκλίου αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις προβλεπόμενες τυχόν από το νόμο κυρώσεις, στην περίπτωση που οι ενέργειες τους δεν θα είναι πράγματι νόμιμες».