Περίπου στα 2/3 των αφίξεων του 2019 κυμάνθηκαν οι αφίξεις τουριστών τον Ιούλιο φέτος και είναι εφικτός ο στόχος για συνολικές αφίξεις στο 50% του 2019 αν δεν επιδεινωθούν τα υγειονομικά δεδομένα. Αυτό αναφέρει μεταξύ άλλων μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τον τουρισμό.
Βασικό εύρημα της μελέτης είναι πως οι αφίξεις τουριστών για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο είναι υψηλότερες σε σχέση τους αντίστοιχους μήνες του 2020. Τον φετινό Ιούνιο οι αφίξεις έφτασαν το 33% του 2019 ( έναντι 3% τον Ιούνιο του 2020), ενώ τον Ιούλιο οι αφίξεις ήταν κοντά στα 2/3 του 2019 (έναντι 29% τον Ιούλιο του 2020), με την διάθεση των τουριστών για διακοπές στην Ελλάδα να παραμένει υψηλή. Τα παραπάνω οδηγούν στην εκτίμηση πως η επίτευξη του 50% της τουριστικής επίδοσης του 2019 είναι στόχος εφικτός».
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σχετικά με την πορεία του τουριστικού κλάδου το φετινό καλοκαίρι με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία. Επιπλέον παρουσιάζονται οι προοπτικές του κλάδου σε ορίζοντα δεκαετίας.
«Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ο τουριστικός κλάδος (αξιοποιώντας και την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης) μπορεί να καταστεί ανταγωνιστικότερος. Συγκεκριμένα, βελτιώνοντας την ποιότητα και μειώνοντας την εποχικότητα, μπορεί σε βάθος δεκαετίας να επιτύχει διπλασιασμό εισπράξεων (σε σχέση με το 2019), δηλαδή επιπλέον ετήσια εισροή 18 δις ευρώ στην ελληνική οικονομία».
Από τη μελέτη προκύπτει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει την ισχυρότερη τάση ανάκαμψη ζήτησης στη μεσογειακή αγορά, όπως επίσης και τα εξής:
*Ακολουθώντας μια προσέγγιση 360ο και εστιάζοντας στις βασικές αγορές προέλευσης για τον ελληνικό τουρισμό, παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές (όπως η Γερμανία) φαίνεται να αποτελούν σημαντικούς πυλώνες ζήτησης στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, παίρνοντας τη σκυτάλη από λιγότερο παραδοσιακές αγορές (όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ) που λειτούργησαν ενισχυτικά στο δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου.
Η ενδεχόμενη επίτευξη υψηλού μεριδίου για τον ελληνικό τουρισμό το 2021 (υπό την επιφύλαξη απρόβλεπτων επιδημιολογικών εξελίξεων) θα αποτελέσει ουσιαστικά επιστροφή του κλάδου στην αναπτυξιακή πορεία της περιόδου 2012-2019 όπου καταγράφηκε σημαντική αύξηση τόσο σε όρους τουριστικών αφίξεων (+101%) όσο και εισπράξεων (+75%) – με επίτευξη αυξημένης διείσδυσης σε όλες τις βασικές αγορές (ευρωπαϊκές και μη).
Η ανοδική αυτή πορεία ουσιαστικά ανακόπηκε βίαια με το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020, με το μερίδιο της Ελλάδας στην παγκόσμια τουριστική αγορά να χάνει το σύνολο των κερδών της προηγούμενης περιόδου (επιστρέφοντας το 2020 στο 1,9%, ενώ είχε καταφέρει να προσεγγίσει το 2,3% το 2019) – με τις απώλειες μεριδίων της Ελλάδας να είναι εμφανείς σε όλες τις βασικές αγορές. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς παραγόντων που κατέστησαν την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη ως τουριστικό προορισμό το 2020:
-*Αφενός, το γεγονός πως η χώρα είναι προσβάσιμη στην Δυτική Ευρώπη (όπου βρίσκονται οι βασικές χώρες προέλευσης τουριστών) κυρίως μέσω αεροπορικών συνδέσεων, οι οποίες δεν προτιμούνταν από τους ταξιδιώτες στα πλαίσια της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
-*Αφετέρου, η επιβαρυμένη επιδημιολογική εικόνα των γειτονικών μας βαλκανικών χωρών, που αποτελούν τις πηγές προέλευσης του οδικού μας τουρισμού, δεν επέτρεψε σε αυτό τον πιο ασφαλή τρόπο μετακίνησης να λειτουργήσει αντισταθμιστικά όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας ή της Ισπανίας.
*Πέρα από την εξέλιξη της φετινής χρονιάς, η ουσία της συζήτησης είναι σημαντικό να μεταφερθεί στην επόμενη ημέρα και στη μεσοπρόθεσμη στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που διανοίγονται. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή θέση για να ωφεληθεί από τις επερχόμενες αλλαγές και ανακατατάξεις, καθώς η φυσική ομορφιά της, η ζεστασιά της φιλοξενίας της και η πολιτιστική κληρονομιά της, προσφέρουν μοναδικά αναξιοποίητα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που τους συνοδεύει) αποτελούν μια ευκαιρία για τη χώρα και τον κλάδο που δεν πρέπει να χαθεί. Εκτός από τα εξειδικευμένα κονδύλια για τον κλάδο του τουρισμού (ύψους €0,6δις), οι επιχειρήσεις του τομέα μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στα ευρύτερα προγράμματα του Ταμείου υπό τους άξονες της πράσινης ανάπτυξης, της ψηφιοποίησης, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της μεγέθυνσης (οργανικής και μέσω συνεργασιών).
Οι τομείς που πρέπει να δοθεί έμφαση έχουν ήδη αναγνωρισθεί από τους επιχειρηματίες του κλάδου (όπως έχει αποτυπωθεί σε σχετικές έρευνες πεδίου της ΕΤΕ), και αποτελούν δράσεις επιλέξιμες από το Ταμείο Ανάκαμψης:
*αναβάθμιση ξενοδοχειακών υποδομών (το οποίο αναγνωρίζεται ως βασικό πρόβλημα ανάπτυξης για το 61% των ξενοδοχείων),
*αναβάθμιση των υποδομών χώρας (το οποίο αναγνωρίζεται ως βασικός μοχλός ανάπτυξης για το 59% των ξενοδοχείων στα νησιά)
*διευκόλυνση της ανάπτυξης συνεργασιών (το οποίο αναγνωρίζεται ως βασική ευκαιρία ανάπτυξης από το 66% των ηπειρωτικών ξενοδοχείων).