H πρόσφατη ανακοίνωση της Eurobank για το πλάνο μετασχηματισμού που αν επιτευχθεί θα έχει συνεισφέρει στη πρόοδο της κεφαλαιακής βάσης καθώς και την ποιότητα των asset, είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση από τη Moody’s του “outlook” της τράπεζας σε θετικό από σταθερό.
Ο βασικός λόγος για την αναβάθμιση του outlook σε “θετικό”, είναι το σχέδιο αναδιοργάνωσης που ανακοινώθηκε από τη Eurobank στις 26 Νοεμβρίου, το οποίο προβλέπει τη συγχώνευση με τη Grivalia Properties REIC, τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία real estate στην Ελλάδα, και το “ξεφόρτωμα” σχεδόν 7 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μέσω της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV), το οποίο θα τιτλοποιεί αυτά τα NPEs.
Και οι δύο αυτές κινήσεις, επισημαίνει η Moody’s, αναμένεται να ενισχύσουν τα κεφάλαια και την ποιότητα των asset της τράπεζας, ασκώντας θετικές πιέσεις στο πιστωτικό της προφίλ.
Η Fairfax θα γίνει ο μεγαλύτερος μέτοχος της συγχωνευμένης οντότητας με ποσοστό 32,9% δεδομένου ότι έχει ήδη συμμετοχή 18,2% στην Eurobank και 51,4% στη Grivalia.
Η άμεση επίδραση από τη συγχώνευση θα είναι στην κεφαλαιακή βάση της τράπεζας με επιπλέον 943 εκατ. ευρώ σε νέα κεφάλαια, ενώ ο δείκτης CET1 θα αυξηθεί στο 13,8% από το 11,7% στο οποίο διαμορφωνόταν ο δείκτης το Σεπτέμβριο του 2018.
Παράλληλα, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας θα αυξηθεί στο 19% από το 17,1% και θα είναι ο υψηλότερος μεταξύ των ελληνικών τραπεζών.
Η Moody’s θεωρεί ότι οι ισχυρότεροι κεφαλαιακοί δείκτες είναι credit positive για την τράπεζα, αν και τα υψηλότερα κεφάλαια θα περιλαμβάνουν σχετικά μη ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία καθώς η τράπεζα θα προσθέσει στον ισολογισμό της περί τα 1 δισ. ευρώ assets, που θα αποτελείται από 117 συγκροτήματα εμπορικών ακινήτων.
Αντίστοιχα, η τράπεζα θα κατέχει συνολικά 2,2 δισ. ευρώ σε real estate assets, που θα αποτελούν περίπου το 3,7% των συνολικών assets, περιορίζοντας κάπως την διαχείριση της ρευστότητάς της.
Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου CET1 της τράπεζας βρίσκεται στη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs), τις οποίες η Moody’s θεωρεί ως χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο.
Ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης το ποσοστό των DTCs στον δείκτη CET1 θα μειωθεί στο περίπου 62% από το περίπου 70% τον Σεπτέμβριο του 2018.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου της Eurobank προβλέπει την μεταφορά περίπου 7 δισ. ευρώ NPEs (από το σύνολο των 17,7 δισ. ευρώ, στο τέλος Σεπτεμβρίου) σε ένα SPV και την επακόλουθη τιτλοποίησή τους, όπου εν τέλει θα αποκολληθούν από την τραπεζική οντότητα η οποία θα δημιουργηθεί.
Η τράπεζα σκοπεύει να δημιουργήσει μια δομή εταιρείας holding και να μεταφέρει τις βασικές τραπεζικές της δραστηριότητες (τα assets και τις υποχρεώσεις της) σε μια ξεχωριστή τραπεζική θυγατρική η οποία θα κατέχει την τραπεζική άδεια του ομίλου στην Ελλάδα.
Η Moody’s σημειώνει ότι παρά το ότι μειώνεται το ρίσκο για τον ισολογισμό της τράπεζας, η Eurobank θα διατηρεί τους τίτλους senior που θα εκδοθούν, ενώ οι mezzanine και junior τίτλοι είτε θα διανεμηθούν στους μετόχους της holding εταιρείας είτε θα δημοπρατηθούν στην αγορά.
Αντιστοίχως η τράπεζα θα διατηρήσει ένα ορισμένο επίπεδο πιστωτικού ρίσκου μέσω αυτών των τίτλων, αν και οι πιθανή πρώτη απώλεια από αυτά τα NPEs θα απορροφηθεί από τους κατόχους άλλων τίτλων.
Η συναλλαγή θα πραγματοποιηθεί σε “εύλογη αξία”, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει επιπλέον ζημιές στην τράπεζα επηρεάζοντας την κεφαλαιακή της βάση, αν και η τράπεζα στοχεύει ο δείκτης CET1 να διαμορφωθεί τουλάχιστον στο 12% μέχρι το 2020 από το 13,8% το Σεπτέμβριο.
Η Moody’s θεωρεί ότι το εκτελεστικό ρίσκο του αρκετά φιλόδοξου σχεδίου της τράπεζας, είναι αρκετά υψηλό.
Οποιαδήποτε πιθανή καθυστέρηση ή προβλήματα στην εφαρμογή του σχεδίου της τράπεζας, θα μπορούσε να προκαλέσει μια υποβάθμιση του outlook της Eurobank ξανά σε “σταθερό”.