Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, συμμετείχε σε ύποπτα φορολογικά σχήματα, που περιλάμβαναν και περιπτώσεις απάτης, κατά τις οποίες ο ίδιος και τα αδέλφια του βοήθησαν τους γονείς τους να φοροδιαφύγουν, υποστηρίζει σε σημερινό δημοσίευμά της η εφημερίδα New York Times, που επικαλείται περισσότερες από 200 φορολογικές δηλώσεις που κατάφερε να αποκτήσει.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο Τραμπ έλαβε από την κτηματομεσιτική εταιρεία του πατέρα του ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 413 εκατομμύρια δολάρια, ξεκινώντας από την εποχή που ήταν νήπιο μέχρι και σήμερα. Η εφημερίδα γράφει ότι βάσισε την έρευνά της σε έναν “τεράστιο όγκο” απόρρητων φορολογικών δηλώσεων και λογιστικών αρχείων.
Μεγάλο μέρος αυτής της περιουσίας πέρασε στα χέρια του Ντόναλντ Τραμπ επειδή βοήθησε τους γονείς του να αποφύγουν τη φορολόγηση, καθώς ίδρυσε μαζί με τα αδέλφια του μια εικονική εταιρεία για να κρύψει τα εκατομμύρια δολάρια σε δώρα που έλαβε από τους γονείς του. Βοήθησε επίσης στη χάραξη μιας στρατηγικής για να υποτιμηθεί η αξία των ακινήτων των γονιών του κατά εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, με αποτέλεσμα να καταβάλει πολύ μειωμένο φόρο όταν οι ιδιοκτησίες αυτές πέρασαν στα χέρια του ίδιου και των αδελφών του.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ο Ρεπουμπλικανός μεγιστάνας δήλωνε ότι είναι αυτοδημιούργητος και ότι ξεκίνησε την καριέρα του στον κτηματομεσιτικό τομέα με ένα “πολύ μικρό” δάνειο από τον επιχειρηματία πατέρα του, τον Φρεντ Τραμπ.
Η εφημερίδα γράφει ότι τα ευρήματά της βασίζονται σε περισσότερες από 200 φορολογικές δηλώσεις του Φρεντ Τραμπ, των εταιρειών του και διαφόρων συνεταίρων και τραστ. Στα αρχεία δεν περιλαμβάνονται οι προσωπικές φορολογικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, ο Φρεντ και η Μαίρη Τραμπ μετέφεραν πάνω από 1 δισεκατομμύριο της περιουσίας τους στα παιδιά τους. Δεδομένου ότι οι δωρεές και οι κληρονομιές φορολογούνταν με ποσοστό 55%, θα έπρεπε να καταβληθεί φόρος τουλάχιστον 550 εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως, σύμφωνα με τα αρχεία, οι Τραμπ πλήρωσαν συνολικά 52,2 εκατομμύρια, δηλάδή περίπου 5%.