Αλυσιδωτές αναταράξεις (και) στο οικονομικό πεδίο πυροδοτούν οι τελευταίες εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αβεβαιότητα και μεταβλητότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στις αγορές μετάλλων, ενέργειας, εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Οι αγορές ενέργειας παραμένουν ο βασικός μηχανισμός μετάδοσης από την περιφερειακή ένταση/σύγκρουση στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία. Οι τιμές του αργού/brent έχουν αυξηθεί από τα 83 δολ., πριν από έναν μήνα, στα 90 δολ. plus στην αρχή της εβδομάδας, και λόγω των ανησυχιών για τις προμήθειες και τους γεωπολιτικούς κινδύνους από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία.
Γενικός κανόνας είναι πως μια αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου επιβαρύνει 0,1-0,2% τον συνολικό πληθωρισμό στις προηγμένες οικονομίες. Αντίστοιχα, η άνοδος του πετρελαίου τον Μάρτιο θα προσθέσει περίπου 0,1% στον συνολικό πληθωρισμό σε αυτές τις οικονομίες. Αυτό είναι απίθανο να μην έχει σημαντική επίπτωση στις αποφάσεις πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, σύμφωνα με την Capital Economics.
Σύμφωνα με τον Neal Shearing (CE), το κρίσιμο ερώτημα τα τελευταία 24ωρα είναι πώς θα απαντήσει το Ισραήλ. Όχι το αν, αλλά το πότε, πού και με τι ένταση. Οι ΗΠΑ –με την Ουάσιγκτον να έχει αναλάβει πιο πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθεια να κατευνάσουν τις εντάσεις τις τελευταίες εβδομάδες– θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο. Παράλληλα, η Κίνα ασκεί επιρροή στο Ιράν. Επίσης, δεν θα πρέπει να περνούν απαρατήρητες οι πρώτες ρωγμές στον όμιλο του ΟΠΕΚ+, με πολλά έθνη, ιδίως τα ΗΑΕ, να πιέζουν να αυξήσουν τις ποσοστώσεις παραγωγής. Η πίεση για να γίνει αυτό, μεταξύ άλλων, από την Ουάσιγκτον, θα αυξηθεί εάν οι εντάσεις στην περιοχή συνεχίσουν να εκτοξεύουν στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου. Η αύξηση της προσφοράς πετρελαίου προφανώς θα συμβάλει στον περιορισμό κάθε αύξησης της τιμής του.
Θα μπορούσε η ανατροπή δεδομένων να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αναθεωρήσει την πρόθεσή της να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων –με τους αναλυτές να «δείχνουν» τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου– πριν από το «χτύπημα» της Τεχεράνης, την παρόξυνση της κρίσης, τον κίνδυνο να κλείσουν τα στενά του Ορμούζ. Καταρχάς το πιθανότερο είναι πως πολύ πιο φειδωλή θα είναι η Fed, με την ΕΚΤ και πάλι σε δυσχερή θέση.
Κι όμως, η Κριστίν Λαγκάρντ και οι κεντρικοί τραπεζίτες, στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, δεν είχαν άλλα περιθώρια από το να στείλουν καθαρό μήνυμα για μείωση των επιτοκίων μέσα στο καλοκαίρι. Ανησυχούν –και δεν το κρύβουν– με το ενδεχόμενο οι αποφάσεις τους να βυθίσουν στην ύφεση την Ευρώπη, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο. Η απροσδόκητη μείωση στη ζήτηση εταιρικών δανείων που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, περιορίζοντας έτσι τις προσδοκίες για ανάκαμψη της παραγωγής, συνέβαλε και αυτή, όπως και μια ξεχωριστή έρευνα, που έδειξε ότι οι εταιρείες της Ευρώπης θα επιβραδύνουν τις μισθολογικές αυξήσεις μέσα στο έτος. Η επικεφαλής της ΕΚΤ το είπε τόσο ξεκάθαρα για πρώτη φορά: «(…) δεν θα περιμένουμε να επιστρέψουν όλα στο 2% για να δράσουμε». Σημάδι ότι περισσότερο την προβληματίζει η επιβράδυνση της οικονομίας… Αυτά πριν, γιατί μετά όλο το σκηνικό μεταβλήθηκε άρδην.
AΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK