Αναντιστοιχίες δεξιοτήτων στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας στην Ελλάδα βλέπει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας στη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα χαμηλά, αλλά σχετικά σταθερά, ποσοστά κενών θέσεων εργασίας επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι η διαρθρωτική ανεργία αυξήθηκε τα προηγούμενα έτη και ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό ήταν και οι υψηλές αναντιστοιχίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Όπως επισημαίνουν, τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις έρευνες του Cedefop (European Centre for the Development of Vocational Training), αναδεικνύουν ως μείζον το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, η σχηματική απεικόνιση των σχετικών εξελίξεων παρουσιάζεται στην καμπύλη Beveridge για την ελληνική αγορά εργασίας (Γράφημα 1).
Ειδικότερα, όπως σημειώνουν οι αναλυτές της τράπεζας, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται παράλληλη αύξηση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Εν συνεχεία και για ένα έτος, παρατηρείται ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε συνδυασμό με αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Η παράλληλη αύξηση και των δύο ποσοστών συνεπάγεται πως η αγορά εργασίας δεν επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου (ελαττώνεται η κυκλική επίπτωση και επομένως η επίπτωση της ύφεσης). Αντίθετα, υποδηλώνει μια παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης προς τα πάνω, καθώς αυξάνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Από το 2010 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση, τόσο στο φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο συνιστά ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας όσο και στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013, όταν και ξεκινά η καθοδική πορεία της κυκλικής ανεργίας που οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας κατά εννέα εκατοστιαίες μονάδες, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζουν χαρακτηριστική ακαμψία. Η αναντιστοιχία συνεπώς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Η παραμονή εκτός εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας. Ως εκ τούτου, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αφενός αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία, αφετέρου τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας και της ανεργίας για το 2018. Η καμπύλη αυτή απεικονίζει την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας κάθε χώρας σε σχέση με τις δύο αυτές μεταβλητές. Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Τσεχία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία παρουσιάζουν χαμηλή ανεργία και υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας. Αντιθέτως, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία παρουσιάζουν υψηλή ανεργία και χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας. Επιπροσθέτως, οι χώρες που βρίσκονται πάνω από την καμπύλη εμφανίζουν μεγαλύτερες αναντιστοιχίες προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας για τα ίδια ποσοστά ανεργίας.
H αναντιστοιχία που καταγράφεται στην Ελλάδα ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
• στο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων,
• στις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας,
• στο φαινόμενο της έντονης εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Καθοριστική η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας
Στη ανάλυση σημειώνεται πως καθοριστικό παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική ανάπτυξη, αξιοποίηση και κατάλληλη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα) αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της τράπεζας:
Οι αναντιστοιχίες άλλωστε μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς, συνιστούν ένα από τα κύρια συμπτώματα μιας δυσλειτουργικής σχέσης μεταξύ των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος, και κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και της αγοράς εργασίας.
Η ορθή σύνδεση των αποφοίτων κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τις παραγωγικές δομές της χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την άμβλυνση της διαρθρωτικής ανεργίας και κατ’ επέκταση για τη μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Σύμφωνα άλλωστε με μελέτες (ΙΟΒΕ – Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις, 2018), προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη σύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με καίριο τρόπο μια σειρά από προκλήσεις, μεταξύ των οποίων α) η αλλαγή του προσανατολισμού της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα, στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό, β) η επανεκπαίδευση των ανέργων αποφοίτων για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας και γ) η εντατικοποίηση και ενίσχυση της ελκυστικότητας της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων προγραμμάτων μαθητείας, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται επαρκώς με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.