Επιτακτική ανάγκη για προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί η επίλυση των προβλημάτων του μεταποιητικού τομέα.
Αυτό τονίζει στο εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία η Alpha Bank, τονίζοντας πως ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε στο διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 κατά μόλις 0,7% σε ετήσια βάση, έναντι αυξήσεως κατά 5,1% την ίδια περίοδο του 2017. Η ανωτέρω αύξηση οφείλεται στην άνοδο της παραγωγής στον τομέα της μεταποίησης (+1,7%), που υπεραντιστάθμισε τη μείωση στην παραγωγή ηλεκτρισμού (-2,0%), στον τομέα παροχής νερού (-2,5%) και στους τομείς των ορυχείων-λατομείων (-0,6%).
Η Alpha Bank εξηγεί ότι η σημαντική ενίσχυση της βιομηχανίας και του μεταποιητικού κλάδου αντανακλάται στην πορεία τριών δεικτών.
Πρώτον, η παραγωγή του κλάδου της μεταποίησης έχει ανακάμψει και κινείται ανοδικά από τον Ιούλιο του 2014 και εντεύθεν, με εξαίρεση το τετράμηνο Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2015.
Δεύτερον, ο δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (κινητός μέσος 6 μηνών) επίσης παρουσιάζει αύξηση από τον Οκτώβριο του 2016.
Τρίτον, παρατηρείται παράλληλη βελτίωση τόσο του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία όσο και του Δείκτη Υπευθύνων για τις Προμήθειες στον κλάδο της μεταποίησης στην Ελλάδα (PMI). Συγκεκριμένα, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία ακολουθεί ανοδική τάση και μάλιστα διαμορφώνεται σε επίπεδο άνω του 2014, ενώ ο δείκτης ΡΜΙ από τον Ιούνιο του 2017 κινείται σταθερά πάνω από τις 50,0 μονάδες, δηλαδή από το επίπεδο που υποδηλώνει επέκταση της παραγωγής.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, ο μεταποιητικός τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, τον εξαγωγικό της προσανατολισμό και τη στήριξη της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της ενσωμάτωσης τεχνολογικών καινοτομιών.
Το 2007 το μερίδιο του τομέα είχε διαμορφωθεί στο 8,5% του συνολικού Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος της ελληνικής οικονομίας. Το μερίδιο αυτό συρρικνώθηκε σημαντικά, υποχωρώντας κατά 1,3 εκατοστιαίες μονάδες σταδιακά μέχρι το 2010. Έκτοτε, παρατηρείται τάση ενίσχυσης του κλάδου, καθώς η συμμετοχή του στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανήλθε σημαντικά στο 9,4% το 2017. Δεδομένου ωστόσο του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας που στηρίζεται περισσότερο στην κατανάλωση σε σχέση με τις επενδύσεις, ο μεταποιητικός τομέας στην Ελλάδα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία του 2017 το μερίδιο του κλάδου στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν φτάνει το 14,3% και 15,5% αντίστοιχα. Η σημασία που αποδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη μεταποιητική βιομηχανία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ήδη από το 2014 έχει τεθεί στόχος αύξησης του μεριδίου της στο 20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ έως το 2020.
Το οικονομικό αποτύπωμα του μεταποιητικού τομέα είναι ανάλογο με εκείνο άλλων βασικών τομέων όπως ο τουρισμός, καθώς αποτέλεσε ισχυρό πυλώνα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την μακράς διάρκειας ύφεση. Η ενίσχυση του δείκτη μεταποιητικής παραγωγής κατά 9,9 εκατοστιαίες μονάδες σωρευτικά στην περίοδο 2014 – 2017 αποδίδεται στην αύξηση συγκεκριμένων κλάδων του.
Κλάδοι που κατά τη διάρκεια της έντονης οικονομικής υφέσεως παρουσίασαν σημαντική πτώση, στην περίοδο 2014 – 2017 έχουν ανακάμψει. Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι ο κλάδος των τροφίμων, που αποτελεί τον βασικότερο κλάδο της μεταποίησης, παρουσίασε αύξηση κατά 2,2% στην περίοδο 2014 – 2017, από μείωση κατά 9,9% στην περίοδο 2009 – 2014. Ακολουθούν οι κατηγορίες των μη μεταλλικών ορυκτών, των βασικών μετάλλων, των φαρμάκων, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού κ.λπ.
Ιδιαίτερη αναφορά, ωστόσο, πρέπει να γίνει και στις εξαγωγικές επιδόσεις του μεταποιητικού τομέα, αφού την τελευταία τριετία καταγράφηκε τάση ενίσχυσης της αξίας των εξαγωγών, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπολείπονται των αντίστοιχων εισαγωγών. Επιπλέον, έχει βελτιωθεί ο βαθμός εξωστρέφειας, όπως επιβεβαιώνεται από την άνοδο του δείκτη εξαγωγών /εισαγωγών, άνω του 50% μετά το 2012. Το 2017, τη μεγαλύτερη συμβολή στις εξαγωγές της μεταποίησης, εκτός των πετρελαιοειδών, είχαν τα βασικά μέταλλα και τα τρόφιμα.
Αν επιλυθούν τα κύρια προβλήματα για το μεταποιητικό τομέα, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος – απόρροια των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών – το μη φιλικό φορολογικό καθεστώς και η δυσχέρεια αδειοδότησης νέων επιχειρήσεων, μπορεί να δοθεί η δυνατότητα στις ελληνικές επιχειρήσεις, να αντιμετωπίσουν τη βασική πρόκληση για την επιβίωση στο στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού: την υποστήριξη του τομέα με ευρείας κλίμακας επενδύσεις. Έτσι, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα προκύψουν από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της προστιθέμενης αξίας, της εξαγωγικής δραστηριότητας και της απασχόλησης, θα διαχυθούν στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.