του Άκη Σκέρτσου
Τα Τέμπη, το Μάτι, η Μάνδρα, το δημοψήφισμα του 2015, η Μαρφίν και πιο πριν η σχεδόν χρεοκοπία της χώρας μας το 2010, αποτελούν συντριπτικά ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που πρέπει να οδηγούν σε μεγαλύτερη εθνική και συλλογική αυτογνωσία ώστε να μην επαναληφθούν.
Οι καταστροφές αυτές δεν συμβαίνουν ξαφνικά και από μόνες τους. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της «κακιάς ώρας». Συμβαίνουν σταδιακά ως μια αλληλουχία λαθών του παρελθόντος που σωρευτικά οδηγούν στο κακό σήμερα.
Γι’αυτό και η αναζήτηση συστημικών και διαχρονικών ευθυνών, πέραν των ανθρωπίνων λαθών που συνέβαλαν καθοριστικά στο τραγικό δυστύχημα, δεν αποτελεί υπεκφυγή αλλά την πιο ουσιαστική εσωτερική διεργασία που πρέπει όλοι να κάνουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο αν θελουμε να βγούμε σοφότεροι και καλύτεροι από αυτή την τραγωδία.
Ο ρόλος της αλήθειας, επομένως, σήμερα είναι διττός και πολύ αναγκαίος.
Χρειαζόμαστε τη σκληρή αλήθεια για να αποδοθούν πλήρως οι ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών σε όσους πρέπει, εκεί που πρέπει και στο χρόνο που πρέπει, δηλαδή το ταχύτερο δυνατό.
Χρειαζόμαστε, όμως, και την άλλη διάσταση της α-λήθειας. Διότι αλήθεια σημαίνει ετυμολογικά και «μη λήθη». Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη και γιατί συνέβη. Και για να συμβεί αυτό, η μνήμη μας δεν πρέπει να γεμίσει με βολικά ψεύδη που εξυπηρετούν τη μια ή την άλλη πλευρά αλλά τελικά κονταίνουν την εθνική αυτογνωσία.
Πρέπει να μιλήσουμε για το νόμο 3891 του 2010 που οδήγησε στην αποψίλωση ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ με την αποχώρηση 2.351 εργαζομενων μεταξύ των οποίων 830 μηχανοδηγών, σταθμαρχών και κλειδούχων. Είναι αναγκαίο να αναγνωρίζουμε τις δύσκολες αποφάσεις που πήρε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για την αποτροπή της χρεοκοπίας, όμως αυτές οι προκρούστειες λύσεις τελικά σε τι κατάσταση οδήγησαν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους 10-12 χρόνια μετά;
Πρέπει να μιλήσουμε για τη μείωση της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης του ΟΣΕ από τα 100 εκ ευρώ ετησίως στα 45 εκ. Ευρώ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εκ των οποίων τα 40 πήγαιναν σε μισθοδοσίες και μόνο τα 5 σε συντήρηση υποδομών. Ή για το γεγονός ότι έως το 2019 είχαν γίνει 471 αποχωρήσεις από τον ΟΣΕ και μόλις 26 προσλήψεις. Και βεβαίως ότι η περίφημη ανεξάρτητη αρχή σιδηροδρόμων μοιάζει να ήταν ένα αδειανό πουκάμισο, υποστελεχωμένη και με διαρροή υπαλλήλων της προς πολιτικά γραφεία και κόμματα.
Πρέπει να μιλήσουμε για τους 12 νόμους που εισηγήθηκε και ψήφισε τα τελευταία 3,5 χρόνια αυτή η κυβέρνηση με στόχο τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας λογοδοσίας, αξιολόγησης, ελέγχων και κυρώσεων στο δημόσιο. 12 νόμοι που αφορούν στην εφαρμογή της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, των πειθαρχικών τους ελέγχων, της εμπέδωσης του αναγκαίου εσωτερικού ελέγχου σε διαδικασίες και προσωπικό, της διαχειρισης κινδύνων στο δημόσιο τομέα, των νέων θεσμών για καταγγελίες υπαλληλικών παραβάσεων, οι οποίοι όμως καταψηφίστηκαν από την αντιπολίτευση επί της αρχής και επι του συνόλου.
Διότι μόνο έτσι θα κατανοήσουμε ποιοι είναι τελικά με το βαθύ κράτος και ποιοι όχι.
Μόνο έτσι θα υιοθετήσουμε τα σωστά πολιτικά αιτήματα -αντί για την ισοπέδωση και τον μηδενισμό που δεν λύνουν ποτέ κανένα πρόβλημα- για να αλλάξουμε σε βάθος όσα μας πληγώνουν στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ελληνικό κράτος.
Αν από το δυστύχημα των Τεμπών αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι χρειαζόμαστε τελικά λιγότερη αξιολόγηση στο δημόσιο και λιγότερο «επιτελικό κράτος» -που δουλειά του είναι θυμίζω να θέτει στόχους σε υπουργεία και φορείς και να ελέγχει την υλοποίησή τους-, τότε κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά.
Γι’ αυτό και θεωρώ οτι η υγιής αντίδραση της κοινωνίας σε αυτή τη φριχτή τραγωδία, δεν πρέπει να ευτελιστεί σε ένα ισοπεδωτικό κίνημα καταγγελίας των πάντων και του «συστήματος».
Διότι αν το σκεφτούμε καλύτερα, ο κόσμος βγαίνει σήμερα στους δρόμους διότι θεωρεί πως δεν υπήρχαν «συστήματα» που θα αποτρέψουν το ανθρώπινο λάθος.
Συνεπώς, το κοινωνικό πρόταγμα σήμερα δεν μπορεί να είναι αντι-συστημικό ούτε κατά της αξιολόγησης. Και αυτό που μένει να κριθεί είναι ποιοι πολιτικοί φορείς πιστεύουν γνήσια σε αυτές τις αναγκαίες λύσεις για τον μετασχηματισμό του κράτους μας.
Όσοι σήμερα δηλώνουν αλάνθαστοι και άμοιροι ευθυνών θυμίζουν εκείνους που και επί των μνημονίων μιλούσαν για έναν άλλο δρόμο που τελικά δεν υπήρχε.
Όλοι κυβερνήσαμε, όλοι προσφέραμε λιγότερα ή περισσότερα (στην κρίση του καθενός), όλοι κάναμε λάθη. Κάποιοι όμως δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους ενώ κάποιοι άλλοι τα αναγνωρίζουν, τα διορθώνουν και προχωρούν μπροστά.
Το ερώτημα είναι ποιοι είναι μέρος της λύσης και ποιοι μέρος του προβλήματος και με ποιους τελικά μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ