του Μανώλη Γραφάκου
Τα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα της παραγωγής έδωσε μάχη επιβίωσης. Η πτώση της εγχώριας ζήτησης οδήγησε πολλές επιχειρήσεις και μικρούς επαγγελματίες σε αλλαγή στρατηγικής.
Άλλοι επέλεξαν να στραφούν σε ξένες αγορές, άλλοι αναδιάρθρωσαν τις εταιρείες τους μειώνοντας κόστη στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Άλλοι μοιραία δεν άντεξαν και έκλεισαν. Όσοι ακόμα αντέχουν, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα μεγαλύτερο εχθρό από την κρίση: την σημερινή κυβέρνηση και τις πολιτικές της. Υπερβολικοί φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, υψηλό ενεργειακό κόστος, ελλιπής χρηματοδότηση δίνουν το τελικό χτύπημα σε ότι έχει μείνει ακόμα όρθιο.
Η κυβέρνηση επέλεξε συνειδητά να φορολογήσει την παραγωγή. Η υπερφορολόγηση της εργασίας και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών οδηγεί στην αύξηση του μισθολογικού κόστους, στην διατήρηση ουσιαστικά του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας. Αποτέλεσμα η μισθωτή εργασία να μειώνεται προς όφελος των ελαστικών μορφών εργασίας και της παραοικονομίας. Τα στοιχεία του ΣΕΒ αποδεικνύουν ότι το κράτος εισπράττει κοντά στο 50% του κόστους του εργοδότη, ενώ όσοι οι μεικτές αποδοχές αυξάνονται τόσο αυξάνεται και το ποσοστό αυτό.
Την ίδια στιγμή το κόστος ενέργειας αγγίζει σε πολλές περιπτώσεις το 50% του συνολικού κόστους της παραγωγικής διαδικασίας. Αν συνυπολογίσουμε ότι το ενεργειακό κόστος είναι 30% πάνω από το κόστος της ευρωπαϊκής αγοράς, ( η οποία είναι πολύ ακριβότερη από την αμερικανική και την ρώσικη), αντιλαμβάνεται κανείς το τεράστιο χάσμα ανταγωνιστικότητας που πρέπει να καλύψουμε.
Το μεγάλο κόστος είναι αποτέλεσμα της αλλοπρόσαλλης πολιτικής της κυβέρνησης. Υψηλή φορολογία και επιπλέον χρεώσεις λόγω της στρεβλής απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, αλλά και των κοντόφθαλμων επιλογών της κυβέρνησης σχετικά με τις δαπάνες για ΥΚΩ και τις επιδοτήσεις για ΑΠΕ, εκτοξεύουν το βιομηχανικό κόστος ενέργειας σε απαγορευτικά επίπεδα.
Χαριστική βολή στην παραπαίουσα παραγωγή, το υψηλό κόστος χρήματος, αποτέλεσμα του «συστημικού» κινδύνου της χώρας και της έλλειψης ρευστότητας. Μία χώρα σε καθεστώς capital controls, αποτέλεσμα της περήφανης διαπραγμάτευσης, χωρίς κανένα όφελος από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, είναι ουσιαστικά εκτός παιχνιδιού.
Μοναδική ανάσα ρευστότητας θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι ευρωπαϊκοί πόροι, αλλά και εκεί τα αποτελέσματα της κυβέρνησης είναι απογοητευτικά, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσει και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς ούτε ένα ευρώ δεν έχει φτάσεις στις τσέπες των τελικών δικαιούχων σε 3 από τις 4 Δράσεις των Προγραμμάτων για την Ανταγωνιστικότητα, την Επιχειρηματικότητας και την Καινοτομία, δύο χρόνια μετά την προκήρυξη των Προγραμμάτων.
Η σημερινή εικόνα, αν δεν αλλάξει άμεσα, θα μας οδηγήσει σε ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Στην Νέα Δημοκρατία έχουμε ενσωματώσει στον προγραμματικό μας λόγο τις βέλτιστες ευρωπαϊκές τακτικές, τις προτάσεις της επιχειρηματικής κοινότητας, αλλά και του κόσμου της παραγωγής, για να μπορέσουμε να βγούμε από το σημερινό φαύλο κύκλο. Απαιτούνται τολμηρές και άμεσες δράσεις, όπως :
Δραστική μείωση της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Δεσμευθήκαμε στο πρόσφατο συνέδριό μας για μείωση της φορολογίας σε όλες τις επιχειρήσεις –μικρές και μεγάλες- από 29% σε 20% μέσα σε δύο χρόνια.
Υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για χαμηλότερο ενεργειακό κόστος που θα στοχεύει στην πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας με βάση το target model της ΕΕ. Με διάσωση σε πρώτη φάση της ΔΕΗ, με εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή και ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ σε ποσοστό 66% για την διευκόλυνση των έργων διασύνδεσης των Νησιών με την Ηπειρωτική Ελλάδα, με παράλληλη προώθηση των ΑΠΕ και μεγαλύτερη αξιοποίηση του φυσικού αερίου και των εναλλακτικών πηγών ενέργειας (βιομάζα, γεωθερμία).
Δραστική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Δικαίου, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολο σε όσους έπεσαν να ξανασηκωθούν, πιο αυστηρή αντιμετώπιση στους στρατηγικούς κακοπληρωτές έτσι ώστε να απελευθερωθεί ρευστότητα και να δοθούν νέα δάνεια σε νέες και υγιείς επιχειρήσεις.
Ο δρόμος των ευκαιριών, της επιχειρηματικότητας, των επενδύσεων είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας. Είναι δύσκολος και ανηφορικός, αλλά είναι ο μόνος βιώσιμος δρόμος που θα μας βγάλει στο ξέφωτο. Η Ελλάδα της ελευθερίας και της δημιουργίας είναι η Ελλάδα της επόμενης μέρας.