Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων σε όλο τον κόσμο αναμένουν την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το εάν θα επιβάλει δασμούς έως 25% στις εισαγωγές οχημάτων και εξαρτημάτων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ καθώς έληξε η περίοδος των 180 ημερών που είχε οριστεί για την επανεξέταση του ζητήματος.
Ο Τραμπ ενημερώθηκε πριν την εκπνοή της προθεσμίας αυτή την εβδομάδα, που ο ίδιος είχε ορίσει τον Μάιο, για να αποφασίσει εάν θα παρατείνει εκ νέου την περίοδο αυτή ή θα επιβάλει δασμούς, οι οποίοι, όπως έχουν προειδοποιήσει οι αυτοκινητοβιομηχανίες, μπορεί να κοστίσουν θέσεις εργασίας και να αυξήσουν δραματικά τις τιμές των οχημάτων.
«Θα λάβω μια απόφαση αρκετά σύντομα. Ενημερώθηκα πλήρως και θα λάβω μια απόφαση αρκετά σύντομα», δήλωσε ο Τραμπ την Τετάρτη.
Στελέχη μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών δήλωσαν στο Reuters ότι πιστεύουν πως ο Τραμπ δεν θα επιβάλει νέους δασμούς σε οχήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία ή αλλού εν μέσω εμπορικού πολέμου με την Κίνα.
Η κυβέρνηση Τραμπ ξεκίνησε την έρευνά της για τα ξένα αυτοκίνητα τον Μάιο του 2018 και πριν από έξι μήνες ο Τραμπ συμφώνησε με έρευνα της κυβέρνησης ότι κάποια εισαγόμενα αυτοκίνητα και φορτηγά «αποδυναμώνουν την εσωτερική μας οικονομία» και απειλούν να πλήξουν την εθνική ασφάλεια, αλλά δεν κατονόμασε συγκεκριμένα οχήματα ούτε εξαρτήματα.
Ο Τραμπ θα μπορούσε να κάνει μια ανακοίνωση σήμερα, αλλά τίποτα δεν είναι οριστικό έως ότου υπογράψει την απόφασή του, όπως δήλωσαν σήμερα αξιωματούχοι της κυβέρνησης.
Η καθυστέρηση στους δασμούς θα μπορούσε να μεταθέσει το ζήτημα έως τα μέσα της προεκλογικής εκστρατείας του 2020 και οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι δυσκολότερο για τον Τραμπ να επιβάλει υψηλούς δασμούς σε ένα σημαντικό καταναλωτικό προϊόν πιο κοντά στις εκλογές.
Οι δασμοί ίσως να μην είναι απαραίτητοι, δήλωσε νωρίτερα αυτό τον μήνα ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Γουίλμπουρ Ρος. Αξιωματούχοι της ΕΕ επίσης αναμένουν ότι ο Τραμπ θα ανακοινώσει μια εξάμηνη καθυστέρηση.
Στις 17 Μαΐου, ο Τραμπ ανέβαλε την απόφαση για τους δασμούς για έως 180 ημέρες ενώ έδωσε εντολή στον Αμερικανό αντιπρόσωπο για το εμπόριο (USTR) Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις.