Της Κυρέλας Πέτρου
Αύξηση της τάξης του 2% κατέγραψαν το 2017 για πρώτη φορά μετά το 2008 οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ σε αξία και 2,3% σε όγκο. Για πρώτη φορά δηλαδή από την αρχή της κρίσης καταγράφεται -έστω και μικρή- αύξηση της κατανάλωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen. Ωστόσο, με βάση τα ίδια στοιχεία, η αγορά των σούπερ μάρκετ βρίσκεται πλέον στα επίπεδα του 2005, με τον συνολικό τζίρο να διαμορφώνεται περί τα 10,8 -11,00 δις. ευρώ.
Η ανοδική πορεία ξεκίνησε το β’ εξάμηνο του 2017 -ως απόρρεια μικρής ανόδου του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης- και ως τάση εκτιμάται ότι συνεχίζεται και στο 2018, αν και το πρώτο δίμηνο λόγω ημερολογιακών διαφορών δεν είναι άμεσα συγκρίσιμο. Ειδικότερα, ο Ιανουάριος του 2018 έκλεισε με πτώση σε όρους αξίας κατά 2%, ενώ ο Φεβρουάριος στο πρώτο 15νθήμερο παρουσίαζε άνοδο 2,8%.
Η εκτίμηση πάντως της Nielsen -με την προϋπόθεση ότι δεν θα διαταραχθεί η κανονικότητα- είναι συγκρατημένα θετική για το 2018, αναμένοντας αντίστοιχο με του 2017 ρυθμό, μικρής αύξησης.
Σε κάθε περίπτωση, η αγορά βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο που χαρακτηρίζεται από ανακατανομή μεριδίων, καθώς το δίκτυο καταστημάτων της πρώην Μαρινόπουλος (υπό τον Σκλαβενίτη), σταδιακά παρουσιάζει αύξηση επισκεψιμότητας. Ανάλογη τάση παρατηρείται και στο πρώην δίκτυο του Βερόπουλου (υπό τα My Market), χωρίς ωστόσο να πλησιάζουν ακόμα τον αριθμό των πελατών που απώλεσαν. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στελέχη της Nielsen, «η αγορά θ’ αργήσει να μαζέψει αυτόν τον τζίρο».
Σημειώνεται ότι σημαντικό μέρος των πελατών που απώλεσαν οι παραπάνω αλυσίδες είχε μεταφερθεί στην Lidl, ωστόσο εκτιμήσεις (καθώς δεν καταγράφεται η Lidl) της Nielsen, αναφέρουν ότι τόσο το 2017, όσο και στις αρχές του 2018, η γερμανική αλυσίδα καταγράφει μικρή κάμψη.
Σε ό,τι αφορά τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ανόδου που κατέγραψε η αγορά, προκύπτει ότι κερδισμένα είναι τα μεγάλα καταστήματα, ενώ τα μικρά συνεχώς φθίνουν. Τα προϊόντα που παρουσίασαν την μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων είναι τα τρόφιμα (φρέσκα και τυποποιημένα) και ποτά, τα προϊόντα προσωπικής περιποίησης και τα προϊόντα καθαρισμού -απορρυπαντικά.
Σε ό,τι αφορά το προφίλ του καταναλωτή, αναφέρεται ότι πρόκειται για γυναίκες, με μέσο όρο ηλικίας τα 42 έτη. Επισκέπτονται 1-3 διαφορετικά σούπερ μάρκετ, κάθε 2-3 μέρες, προκειμένου να αναπληρώνουν τα προϊόντα που τους τελειώνουν. Τα μεγάλα καρότσια σπανίζουν, ενώ το μέσο καλάθι διαμορφώνεται περί τα 25 ευρώ, με τη μέση μηνιαία δαπάνη να φθάνει τα 284 ευρώ ανά νοικοκυριό, έναντι 280 ευρώ το 2016 και 310 ευρώ το 2015.
Πρόκειται κυριολεκτικά για κυνηγούς προσφορών, καθώς τα περισσότερα προϊόντα που ψωνίζουν είναι σε προσφορά, με το 70% να στρέφεται σε οικονομικές αλυσίδες και σειρές προϊόντων. Είναι μάλιστα τόσο «εκπαιδευμένοι» σε αυτή τη λογική, που το 35% από αυτούς δηλώνει ότι θα συνεχίσει να ψωνίζει φθηνά και μετά την κρίση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, παρά την παραπάνω τάση, η αγορά προϊόντων private label δεν έχει αυξηθεί, καθώς τα επώνυμα προϊόντα προχωρούν σε συνεχείς προσφορές και προωθητικές ενέργειες, με αποτέλεσμα πάνω από το 50% των προϊόντων μέσα στο κατάστημα να είναι σε προσφορά. Όπως αναφέρθηκε, οι βιομηχανίες εστιάζουν στο να κερδίσουν ευκαιριακά τον καταναλωτή (άνοδος μεριδίων) και όχι να «χτίσουν» πιστότητα στο brand, με αποτέλεσμα σήμερα η πιστότητα να βρίσκεται στο 4%. Επισημαίνεται μάλιστα ότι το 60% των προωθητικών ενεργειών θεωρείται ζημιογόνο και για τον λόγο αυτό η Nielsen προτείνει επανασχεδιασμό των μηχανισμών προώθησης και στοχευμένες προσφορές.