Στο υψηλότερο σημείο από το 2012, οπότε η έδρα του ομίλου Coca – Cola HBC μεταφέρθηκε στην Ελβετία και δημιουργήθηκε η Coca – Cola 3Ε Ελλάδος ΑΒΕΕ από την απόσχιση και εισφορά του βιομηχανικού και εμπορικού κομματιού, βρέθηκαν οι πωλήσεις της τελευταίας το 2017.
Μάλιστα, σημείωσαν διψήφια αύξηση και πλησίασαν περισσότερο από ποτέ στο μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Σύμφωνα, λοιπόν, με την οικονομική έκθεση της Coca – Cola 3Ε Ελλάδος ΑΒΕΕ για τη χρήση του 2017, τα καθαρά έσοδα από πωλήσεις ανήλθαν σε 456,9 εκατ. ευρώ έναντι 411,8 εκατ. ευρώ το 2016, καταγράφοντας αύξηση περίπου 11%. Το 2013 τα καθαρά έσοδα από πωλήσεις είχαν διαμορφωθεί σε 416 εκατ. ευρώ, το 2014 ενισχύθηκαν φτάνοντας στα 423 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015 υποχώρησαν σε 412,9 εκατ. ευρώ. Η θετική τάση σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις στην Ελλάδα συνεχίστηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2018. Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα για το πρώτο ήμισυ του τρέχοντος έτους που είχε ανακοινώσει ο όμιλος Coca – Cola HBC AG στις 9 Αυγούστου 2018, ο όγκος πωλήσεων στην Ελλάδα αυξήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2018 κατά μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό με σύμμαχο τις υψηλές θερμοκρασίες –κυρίως την άνοιξη– και το σταδιακά βελτιούμενο οικονομικό περιβάλλον.
Ο όγκος πωλήσεων ανήλθε το 2017 σε 105,9 εκατ. κιβώτια έναντι 100,7 εκατ. κιβωτίων το 2016, καταγράφοντας αύξηση 5,16%. Τα λειτουργικά κέρδη υπερτριπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 14,9 εκατ. ευρώ το 2017 από 4,7 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ τα καθαρά κέρδη μετά φόρων σχεδόν διπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 4,2 εκατ. ευρώ το 2017 από 2,4 εκατ. ευρώ το 2016.
Σε ό,τι αφορά το 2018, η εταιρεία εκτιμά ότι το μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα θα παραμείνει ευμετάβλητο και υποστηρίζει ότι τα μέτρα λιτότητας αναμένεται να συνεχίσουν να επηρεάζουν το διαθέσιμο εισόδημα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα της διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά ποσοστά. Η διοίκηση το τρέχον έτος θα συνεχίζει να δίνει βάρος, όπως αναφέρεται στην οικονομική έκθεση, στην αυστηρή διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης με στόχο για το 2018 τη μείωση αυτού κατά 1,8 εκατ. ευρώ, παρά τις συνθήκες που επικρατούν λόγω του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Επίσης, η εταιρεία δηλώνει ότι θα συνεχίσει να επενδύει στις στρατηγικές κατηγορίες και κανάλια, βελτιώνοντας τη λειτουργική της αποδοτικότητα, με έμφαση στη δημιουργία καθαρών ταμειακών ροών. «Οι στρατηγικές μας προτεραιότητες για ενδυνάμωση του επιχειρηματικού μας μοντέλου διατηρούνται αμετάβλητες. Παραμένουμε προσηλωμένοι στη στρατηγική μας για ανάπτυξη και δημιουργία αξίας για την αγορά προκειμένου να διαθέτουμε στους καταναλωτές και πελάτες μας το κατάλληλο προϊόν, στην κατάλληλη συσκευασία, στην κατάλληλη τιμή, για το κατάλληλο κανάλι διανομής σε κάθε ευκαιρία κατανάλωσης», προσθέτει.
Στο τέλος του 2017 οι εμπορικές απαιτήσεις της εταιρείας ανέρχονταν σε 69,2 εκατ. ευρώ έναντι 68,6 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2016. Οπως σημειώνει, πάντως, η εταιρεία, η οποία στην περίπτωση της κατάρρευσης της αλυσίδας σούπερ μάρκετ «Μαρινόπουλος» ήταν από αυτές που υπέστησαν σημαντικές απώλειες, η πιστωτική περίοδος που δίνει στους πελάτες της είναι μεταξύ 45 και 60 ημερών, αναλόγως του καναλιού του οποίου δραστηριοποιείται ο πελάτης. Το 2017, πάντως, οι πελάτες της δεν επιβαρύνθηκαν με τόκους για τις καθυστερήσεις των πληρωμών τους.