Άρθρο του Μιχάλη Μάρκου, MBA* Διευθυντικό Στέλεχος-Σύμβουλος Επιχειρήσεων

& Καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων/Marketing

Η ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια κατακλύζεται από μία πληθώρα αγγελιών που δημοσιεύονται καθημερινά σε εξειδικευμένες πλατφόρμες ιστοσελίδες εταιρειών αλλά και μέσω συνεργασίας με «recruiting agencies». Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό δημιουργεί την εντύπωση μιας δυναμικής αγοράς, που είναι γεμάτη ευκαιρίες για επαγγελματίες όλων των επιπέδων. Ωστόσο, η εμπειρία των περισσότερων υποψηφίων αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα μιας και από πίσω από τις αγγελίες κρύβεται μια εκκωφαντική σιωπή. Εταιρείες και σύμβουλοι ανθρώπινου δυναμικού, ενώ ζητούν βιογραφικά και συνοδευτικές επιστολές, σπανίως μπαίνουν στη διαδικασία να απαντήσουν στους ενδιαφερόμενους.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μεμονωμένο, αλλά αποτελεί γενικευμένη πρακτική. Χιλιάδες υποψήφιοι καταθέτουν κάθε εβδομάδα τα στοιχεία τους, επενδύοντας τον πολύτιμο προσωπικό τους χρόνο στη συγγραφή ενός καλοδουλεμένου βιογραφικού και μιας εισαγωγικής επιστολής («cover letter») που να αναδεικνύει τα προσόντα τους και να δείχνει γιατί είναι κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση. Ωστόσο, το ποσοστό των εταιρειών που μπαίνει στον κόπο να απαντήσει, ακόμη και με ένα τυπικό μήνυμα απόρριψης, παραμένει τραγικά χαμηλό. Για πολλούς επαγγελματίες, η διαδικασία αναζήτησης εργασίας έχει καταντήσει μονόλογος: στέλνουν αιτήσεις που χάνονται στο κενό, χωρίς καμία ενημέρωση ή ανατροφοδότηση.

Η έλλειψη επικοινωνίας δεν είναι απλώς θέμα ευγένειας ή τυπικότητας αφού αντανακλά βαθύτερα προβλήματα κουλτούρας στην ελληνική αγορά. Σε πολλές χώρες του εξωτερικού, η αποστολή ενός αυτοματοποιημένου e-mail που ενημερώνει τον υποψήφιο ότι η αίτησή του παραλήφθηκε και στη συνέχεια ότι απορρίφθηκε ή προχωρά στη διαδικασία επιλογής, θεωρείται αυτονόητη. Στην Ελλάδα, όμως, η σιωπή φαίνεται να έχει καθιερωθεί ως «κανόνας». Αυτό δείχνει μια αγορά που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως αναλώσιμο, χωρίς να αναγνωρίζει την αξία του χρόνου και της προσπάθειάς του.

Η απαξίωση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες. Αρχικά, δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και απογοήτευσης στους υποψηφίους. Η αίσθηση ότι οι κόποι τους δεν έχουν καμία ανταπόκριση οδηγεί σε απώλεια αυτοπεποίθησης και συχνά σε παραίτηση από την περαιτέρω προσπάθεια. Επιπλέον, δημιουργείται ένα αίσθημα αδικίας μιας και οι εταιρείες απαιτούν προσεκτικά δομημένα βιογραφικά, εκτενή συνοδευτικά κείμενα και λεπτομερείς αιτήσεις, αλλά οι ίδιες δεν ανταποδίδουν ούτε το ελάχιστο, μια σύντομη, δηλαδή, ενημέρωση για την έκβαση της διαδικασίας.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους υποψηφίους, αλλά πλήττει τόσο τις ίδιες τις εταιρείες όσο και τα γραφεία εύρεσης εργασίας. Όταν μια εταιρεία αφήνει αναπάντητες τις αιτήσεις, δημιουργεί μια εικόνα αδιαφορίας και έλλειψης επαγγελματισμού. Σε έναν κόσμο όπου η φήμη και το «employer branding» παίζουν καθοριστικό ρόλο, η συμπεριφορά αυτή λειτουργεί εις βάρος της εκάστοτε εταιρείας. Οι υποψήφιοι που βιώνουν αυτή την απαξίωση δύσκολα θα εκφραστούν θετικά για την εταιρεία στο μέλλον, ακόμα κι αν αργότερα υπάρξει κάποια άλλη ευκαιρία συνεργασίας. Η εικόνα μιας επιχείρησης που αδιαφορεί για τον υποψήφιο δεν διαγράφεται εύκολα και μπορεί να επηρεάσει ακόμη και την αντίληψη των πελατών ή των συνεργατών.

Επιπροσθέτως, η απουσία απάντησης στερεί από τους υποψηφίους τη δυνατότητα να μάθουν, να βελτιωθούν και να προχωρήσουν πιο ώριμα στην επόμενη αίτηση. Ακόμα κι ένα τυπικό αρνητικό μήνυμα μπορεί να λειτουργήσει ως κλείσιμο ενός κύκλου και να δώσει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να συνεχίσει πιο ξεκάθαρα. Η σιωπή, αντίθετα, αφήνει εκκρεμότητα και αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα ο υποψήφιος να αναλώνεται σε εικασίες: Μήπως η διαδικασία συνεχίζεται; Μήπως δεν διάβασαν το βιογραφικό του; Μήπως πρέπει να περιμένει περισσότερο; Αυτή η αβεβαιότητα είναι ψυχοφθόρα και υπονομεύει την αξιοπιστία της ίδιας της αγοράς εργασίας.

Η πρακτική αυτή αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, μια ευρύτερη νοοτροπία γραφειοκρατίας και έλλειψης σεβασμού στον χρόνο των άλλων. Εταιρείες και agencies συχνά θεωρούν ότι οι υποψήφιοι είναι απεριόριστοι και ότι η διαδικασία επιλογής δεν απαιτεί λογοδοσία. Ωστόσο, το τίμημα είναι η δημιουργία μιας αγοράς με χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης, όπου οι εργαζόμενοι αισθάνονται διαρκώς παραγκωνισμένοι και οι εργοδότες δυσκολεύονται να χτίσουν υγιείς, αμοιβαία επωφελείς σχέσεις.

Η αλλαγή δεν είναι δύσκολη ούτε απαιτεί τεράστιους πόρους. Αρκεί η στοιχειώδης πρόβλεψη αυτοματοποιημένων συστημάτων ενημέρωσης, που να στέλνουν άμεσα απαντήσεις στους υποψηφίους. Μία απλή ειδοποίηση ότι «λάβαμε το βιογραφικό σας» και στη συνέχεια μια ενημέρωση για το αποτέλεσμα θα αρκούσαν για να αλλάξουν ριζικά την εμπειρία. Πέρα από την τεχνολογία, όμως, απαιτείται κυρίως αλλαγή νοοτροπίας. Οι εταιρείες χρειάζεται να αναγνωρίσουν ότι ο κάθε υποψήφιος επενδύει χρόνο και, κόπο, ενώ τρέφει προσδοκίες.  Συνεπώς το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν είναι να του δείξουν τον απαιτούμενο σεβασμό.

Σε μια χώρα που έχει γνωρίσει πολυετή κρίση και όπου η αγορά εργασίας εξακολουθεί να ταλανίζεται από ανασφάλειες και αβεβαιότητες, η οικοδόμηση μιας κουλτούρας διαφάνειας και επικοινωνίας είναι απαραίτητη. Δεν αρκεί να γεμίζουμε τις πλατφόρμες με αγγελίες, χρειάζεται να καλλιεργήσουμε εμπιστοσύνη. Οι υποψήφιοι δεν είναι απλώς αριθμοί σε μια βάση δεδομένων, αλλά άνθρωποι που αναζητούν μια ευκαιρία να προσφέρουν, να εξελιχθούν και να χτίσουν το επαγγελματικό τους μέλλον. Η σιωπή των εταιρειών, όσο κι αν έχει καθιερωθεί ως πρακτική, δεν μπορεί να αποτελεί τη νέα «κανονικότητα».

Η επαγγελματική σχέση ξεκινάει πολύ πριν από την υπογραφή μιας σύμβασης. Ξεκινάει από την πρώτη επαφή, από την ανταλλαγή του βιογραφικού και του πρώτου e-mail. Εκεί χτίζεται ή γκρεμίζεται η εμπιστοσύνη. Κι αν η ελληνική αγορά εργασίας θέλει να εξελιχθεί πραγματικά, οφείλει να δείξει στους υποψηφίους τον ίδιο σεβασμό που απαιτεί από εκείνους. Γιατί στο τέλος της ημέρας, η αξιοπρέπεια και ο αμοιβαίος σεβασμός είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται κάθε υγιής επαγγελματική σχέση.