Στον απόηχο της υπογραφής του Μνημονίου Συνεργασίας ανάμεσα σε ΔΕΗ και RWE, και σε μια μέρα ιδιαίτερα δύσκολη από το sell off στις παγκόσμιες αγορές ελέω κορονοϊού και πετρελαίου, επί τάπητος τέθηκαν από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας οι επενδυτικές ευκαιρίες του κλάδου στη χώρα.
Συγκεκριμένα η ενεργειακή μετάβαση που συντελείται στη χώρα παρουσιάστηκε στο Ελληνογερμανικό Φόρουμ, κεντρικοί ομιλητές του οποίου ήταν μεταξύ άλλων η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γεράσιμος Θωμάς παρουσίασε τους στόχους της Ελλάδας για τη διείσδυση των ΑΠΕ όπως περιγράφονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η επίτευξη των οποίων προϋποθέτει την εγκατάσταση πρόσθετης ισχύος από ΑΠΕ τουλάχιστον ύψους 8 GW, μέσω της υλοποίησης νέων projects αξίας τουλάχιστον 9 δις. ευρώ. Τόνισε ότι οι στόχοι συνάδουν και με τη φιλοδοξίας του ευρωπαϊκού Green Deal.
Τι απαιτείται
Βασικός άξονας της ενεργειακής μετάβασης –συνέχισε ο υφυπουργός Ενέργειας- είναι η ανάπτυξη των υποδομών (δίκτυα και μονάδες αποθήκευσης) ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Και εκεί ο σχεδιασμός είναι φιλόδοξος, με δεδομένη την αυξημένη σημασία του φυσικού αερίου ως καυσίμου μετάβασης του ενεργειακού συστήματος από το λιγνίτη στις ΑΠΕ και φυσικά τον στόχο για αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ πάνω από 60% έως το 2030 και ανάδειξη της Ελλάδας σε κόμβο ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.
Κατέληξε δε παρουσιάζοντας τις πρωτοβουλίες του ΥΠΕΝ για την απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ –αρχής γενομένης από την Άδεια Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας και τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις-, με στόχο να καταστεί το περιβάλλον πιο φιλικό προς τους επενδυτές και να ανοίξει ο δρόμος για τα μεγάλα projects που είναι απαραίτητα για να «πρασινίσει» το ελληνικό ενεργειακό σύστημα.
Όπως τόνισε, «Η Ελλάδα στις ΑΠΕ τα έχει πάει πολύ καλύτερα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η αργή διαδικασία αδειοδότησης μαζί με την οικονομική κρίση γονάτισε την αγορά. Τώρα γυρίζουμε σελίδα και δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για να γυρίσουμε σελίδα ώστε να υλοποιηθούν νέα projects και να ανοίξουμε το σημαντικό κεφάλαιο του repowering στον κλάδο. Πιστεύω ότι μέσα στους επόμενους 6-12 μήνες θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά στις εκκρεμείς άδειες και αμέσως μετά θα δούμε πολλούς νέους επενδυτές να έρχονται στην Ελλάδα, είτε αυτόνομα, είτε σε συμπράξεις με νέες εταιρείες».
«Κλειδί» τα ιδιωτικά κεφάλαια στην ενεργειακή αποδοτικότητα
Από την πλευρά της η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών κ. Αλεξάνδρας Σδούκου εστίασε στον πυλώνα της ενεργειακής αποδοτικότητας -τον οποίο χαρακτήρισε «κοιμώμενο γίγαντα»- και τόνισε ότι για την επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας (βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων κατά 38% ούτως ώστε να περιοριστεί η κατανάλωσή τους στα επίπεδα του 2017 μέχρι το 2030 και ανακαίνιση και αντικατάσταση του 12-15% του αποθέματος των κτιρίων με νέα, σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης έως το 2030) απαιτείται διεύρυνση των επενδύσεων σε όλους τους τομείς και δη στον κατασκευαστικό, τις μεταφορές (όπου η ενεργειακή εξοικονόμηση «περνά» εν πολλοίς μέσα από τη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης) και την βιομηχανία.
«Μας ενδιαφέρει η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια –δημόσια και ιδιωτικά-, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην ενεργοβόρο βιομηχανία. Είναι σαφές ότι οι χρηματοοικονομικοί πόροι του κρατικού κορβανά στην Ελλάδα δεν αρκούν για την επίτευξη των στόχων. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να κινητοποιήσουμε πρόσθετους πόρους από διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς καθώς και από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων εγχώριων και ξένων τραπεζών και funds», είπε χαρακτηριστικά.
«Παράλληλα, πρέπει να ενισχύσουμε την ελληνική αγορά ενεργειακών υπηρεσιών, η οποία στην παρούσα φάση είναι ανώριμη, με μικρό αριθμό ενεργών εταιρειών παροχής ενεργειακών υπηρεσιών (ESCOs).
Είναι επομένως σημαντικό να διατηρήσουμε το momentum και να υιοθετήσουμε τη δέσμευση της ΕΕ για προτεραιότητα στην ενεργειακή αποδοτικότητα. Αυτό θα δώσει στους επενδυτές τη ασφάλεια ότι αξίζει τον κόπο να επενδύσουν στον τομέα αυτό, με θετικές επιπτώσεις στα τεχνολογικά κόστη και την περίοδο επανάκτησης της επένδυσης. Για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου, να αυξηθεί η διαθέσιμη χρηματοδότηση και να αρθούν τα βασικά εμπόδια», κατέληξε η κ. Σδούκου.