Ανάμεσα στις «Συμπληγάδες» των διαδοχικών, ιστορικά, υψηλών στη Wall Street, των υψηλών τετραετίας για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και των μηδενικών –ακόμη και αρνητικών– επιτοκίων, οι επιλογές, σε συνδυασμό με το υψηλό ρίσκο, είναι για έναν εν δυνάμει επενδυτή εξαιρετικά περιορισμένες.

Παρά την πληθώρα των κάθε λογής προϊόντων, από τις μετοχές, τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα, τα αμοιβαία κεφάλαια, τις παραδοσιακές δυνατότητες για αγορές χρυσού και νομισμάτων, μέχρι τις πιο σύνθετες προτάσεις και τελευταία την αγορά κρυπτονομισμάτων, ακόμη κι ένας έμπειρος επενδυτής ή trader δυσκολεύεται να επιλέξει συνδυαστικά με τον βαθμό επικινδυνότητας και το ύψος του κεφαλαίου που είναι διατεθειμένος να… διαγράψει στο (πιθανό) ενδεχόμενο να μην του βγει.

Ο βασικός κανόνας σε (σχεδόν) όλες τις επενδυτικές κινήσεις είναι ο συνδυασμός του χρόνου επένδυσης και του περιθωρίου κέρδους (ή ζημίας) που μπορεί να έχει είτε ενδιάμεσα είτε στο τέλος του σχεδιασμού του. Τα stop losses είναι μία από τις χρυσές τακτικές, είτε αφορούν μετοχές και αμοιβαία, είτε unit links, είτε cryptocurrencies.

Πρακτικά, πρόκειται για το όριο που θέτει ένας επενδυτής όσον αφορά στην έκταση της τοποθέτησής του και ένα σημείο όπου έχει βάλει στόχο να πουλήσει, είτε κερδίζει είτε χάνει. Συνήθως ακολουθείται σε τοποθετήσεις που γίνονται σε μετοχές, παράγωγα, εταιρικούς τίτλους χρέους και μετοχικά αμοιβαία, ωστόσο είναι ένα μέτρο-κόφτης που εφαρμόζεται στο σύνολο των επενδύσεων.

Ένας δεύτερος κανόνας θέλει μια επενδυτική κίνηση να γίνεται σε βάθος χρόνου (εξάμηνο-τριετία) ανάλογα με τον κύκλο που διαγράφει ιστορικά/στατιστικά η αγορά των χρηματιστηρίων, των νομισμάτων, των επιτοκίων ή των ναύλων, των πολύτιμων μετάλλων κ.λπ.

Η απόφαση για τη λήψη μιας θέσης σε χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου επιλογή, προφανώς, εναπόκειται στον εν δυνάμει επενδυτή, πλην όμως οι λ.χ. ομολογιακοί τίτλοι χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη απόδοση και μικρότερη διακύμανση από ό,τι ένας μετοχικός. Επίσης, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο έχει το πλεονέκτημα της ευρύτητας διασποράς, καθώς ένα ομολογιακό μπορεί να επενδύει σε ομόλογα διαφόρων κρατών ή εταιρειών, κάτι που ισχύει και για τα μετοχικά, που στην πλειονότητά τους είναι «καλάθια» μετοχών εισηγμένων στα ξένα ή στο ελληνικό χρηματιστήριο.

Κατά κανόνα, ακολουθούν την πορεία των αγορών ομόλογα, μετοχές, των συναλλαγματικών ισοτιμιών, έχουν την ευχέρεια της άμεσης ρευστοποίησης και όσον αφορά στην ελληνική αγορά το ενεργητικό τους πλησιάζει τα 8 δισ., που είναι και το μεγαλύτερο από το 2009-2010. Απόρροια, σύμφωνα με τον Κώστα Σιαμπράκο (Meizon/Παροχή Επενδυτικών Υπηρεσιών), του καλού κλίματος στις διεθνείς αγορές, του ράλι ανοδικής διόρθωσης του τραπεζικού κλάδου, των προσδοκιών για αλλαγή του μείγματος πολιτικής που επιδιώκει να ακολουθήσει η κυβέρνηση.

Εύλογο είναι το ερώτημα τι θα γίνει στο ΧΑ, στα μετοχικά χαρτοφυλάκια, αν οι διεθνείς αγορές (η Wall Street) δοκιμαστούν από μια κρίση. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, ο επενδυτής μπορεί να ακολουθήσει ένα stop loss, να ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιο στο μείον 5% ή 10% του εύρους απωλειών ή όποιου άλλου ορίου έχει θέσει ή να ενισχύσει τη θέση του σε χαμηλότερες τιμές, διαμορφώνοντας έτσι έναν μέσο όρο κτήσης κάτω από το αρχικό κόστος.

Φέρ’ ειπείν, μια θέση χαμηλού ρίσκου θα μπορούσε να έχει, σύμφωνα με τον Σωτήρη Χαλκιάδη (Δεπόλας Χρηματιστηριακή), μια έκθεση κατά 80% σε ομολογιακούς τίτλους και κατά 20% σε μετοχικούς. Αντίστοιχα, ένα μεσαίου ρίσκου σε μια αναλογία 60%/40% και ένα επιθετικό κατά 20%/80%.

Όσον αφορά στην ελληνική αγορά, οι κρατικοί τίτλοι έχουν το μεγαλύτερο περιθώριο απόδοσης από κάθε άλλο ευρωπαϊκό, η μέση απόδοση ενός εταιρικού μπορεί να αποφέρει, κατά μέσο όρο, ένα 5%, τα αμοιβαία μπορεί να φτάσουν και το 33%, μια τοποθέτηση σε μετοχές ακόμη και διψήφιο ή τριψήφιο ποσοστό.

Όμως, αυτές οι αποδόσεις καταγράφονται σε περίοδο παρατεταμένης ανόδου των αγορών, στον μακροβιότερο κύκλο –ιστορικά– από λειτουργίας της Wall Street. Οπότε ο επενδυτής οφείλει να γνωρίζει πως ίσως τοποθετείται στην κορύφωση ενός ανοδικού κύκλου και πιθανόν να βρεθεί χαμηλότερα στη συνέχεια.

Ειδικότερα, όμως, για το ΧΑ, συνακόλουθα τα μετοχικά Α/Κ και τα εταιρικά ομόλογα, ο Σωτήρης Χαλκιάδης εκτιμά πως οι εξελίξεις σε κλάδους όπως η ενέργεια, το real estate, ο τραπεζικός, σε δεύτερο χρόνο, θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν ακόμη και σε δυσμενέστερο επενδυτικό περιβάλλον.

Μετοχές της ΔΕΗ, του ΑΔΜΗΕ, αλλά και των Lamda Development, Prodea, BriQ και άλλων, έχουν περιθώρια υπεραπόδοσης. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική αγορά σχετίζεται με το αν θα «ορθοποδήσει» ο πολύπαθος τραπεζικός κλάδος.

Ένα συνδυαστικό «καλάθι» είναι, για τον Γιώργο Ανεζύρη (Solidus ΑΧΕΠΕΥ), μια καλή, συντηρητική επιλογή. Δυνητικά, πρέπει να διαθέτει ένα απόθεμα μετρητών (ή ισοδύναμων με μετρητά) στο 20-30% του χαρτοφυλακίου, ένα 30% σε ομόλογα και μερίδια αμοιβαίων, ένα 20% σε εναλλακτικές τοποθετήσεις/προϊόντα και το υπόλοιπο σε μετοχές. Το στέλεχος της χρηματιστηριακής βλέπει σημαντικά περιθώρια απόδοσης των μετοχών του τραπεζικού κλάδου, με την προϋπόθεση πως θα μειωθούν τα κόκκινα δάνεια, ασφάλεια σε εισηγμένες που, παραδοσιακά, ακολουθούν γενναιόδωρη μερισματική πολιτική (Motor Oil, Mytilineos, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Coca-Cola, ΕΛΠΕ) και μέτριο ρίσκο σε μικρές καινοτόμες, με εξαγωγικό προσανατολισμό και προϊοντική διασπορά (Κρι Κρι, Quest, Profile, Intrakat, Άβαξ, Παπουτσάνης, Πετρόπουλος κ.λπ.).

Σε κάθε περίπτωση, καλύτερος σύμβουλος για έναν επενδυτή είναι η παρακολούθηση των εξελίξεων, η ανάγνωση των «ψιλών γραμμάτων», της ιστορικότητας κάθε επιλογής.

………………………..

Περιοδικό Χρήμα, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2019