Την εξέλιξη των χρηματοδοτικών συνθηκών στην ελληνική οικονομία μετά την έξοδο από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, εξετάζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία με τίτλο «Δυνατές τράπεζες για δυναμική ανάκαμψη στη μετα-Μνημονιακή εποχή» που κυκλοφόρησε σήμερα.
Ο ΣΕΒ στέκεται στην ανάγκη ταχείας αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων και ταχείας επανεκκίνησης της οικονομίας “που μπορεί να συνεπικουρηθεί και με την μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών ανοιγμάτων σε κεντρικούς φορείς (bad banks), σύμφωνα και με την σχετική πρόταση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος”.
Σημειώνει μάλιστα ότι αυτή η πρόταση «αξίζει να μελετηθεί ως συμπληρωματικό μέτρο στην ήδη δρομολογημένη προσπάθεια των τραπεζών για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων».
Ολόκληρη η ανάλυση του ΣΕΒ:
Με την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εισόδου σε μια περίοδο οιονεί “κανονικότητας”.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όμως, πραγματοποιείται συν τοις άλλοις σε ένα περιοριστικό πλαίσιο τραπεζικής χρηματοδότησης όπου τα επιτόκια είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου στην Ευρωζώνη, και όπου η αύξηση στις χρηματοδοτικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερη της βελτίωσης που σημειώνεται στην πρόσβασή τους στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Παρόλα αυτά, τους τελευταίους μήνες η πιστωτική επέκταση έχει επανέλθει σε ελαφρώς θετικό πρόσημο, επηρεαζόμενη, κυρίως, από τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν χαμηλές επισφάλειες (και επιβαρύνονται με επιτόκια δανεισμού κοντά στο 3%), και πολύ λιγότερο από τις ΜμΕ που έχουν υψηλές επισφάλειες.
Σημειώνεται, πάντως, ότι για επιχειρηματικά δάνεια μέχρι €1 εκατ., το επιτόκιο για νέες πιστώσεις ανέρχεται σήμερα στην Ελλάδα σε 5,2% έναντι 2,9% στην Πορτογαλία και 2,1% στην Ευρωζώνη, ενώ στη διαδικασία λήψης τραπεζικού δανείου, το ποσοστό των αιτήσεων που αποθαρρύνεται από τις τράπεζες (α’ εξάμηνο του 2017) ανέρχεται στην Ελλάδα σε 22,4% έναντι 6% στην Πορτογαλία.
Εάν η Πορτογαλία, που βγήκε από το Μνημόνιο τον Μάιο του 2014, αποτελεί οδηγό για το τι θα συμβεί και στην Ελλάδα μετά την έξοδό της από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, τότε μπορούν να αντληθούν τα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική είναι κλειδί για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας και μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας.
Η έξοδος της Πορτογαλίας από το Μνημόνιο μπορεί μεν να οδήγησε σε πτώση των επιτοκίων για τις επιχειρήσεις, αλλά η μη αναβάθμιση έκτοτε της πορτογαλικής οικονομίας έχει διατηρήσει τα πορτογαλικά επιτόκια σε επίπεδα σχεδόν κατά 50% υψηλότερα από το μέσο όρο στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, με τη διαφορά να παραμένει σταθερή στα επίπεδα που επικρατούσαν κατά την έξοδο της Πορτογαλίας από το Μνημόνιο.
Συνεπώς, τα επιτόκια χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων στη μετα-Μνημονιακή εποχή, αν δεν επιτευχθεί κάποια μεγάλη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας (που είναι με τη σειρά της συνάρτηση της ακολουθούμενης σταθεροποιητικής πολιτικής), θα είναι δύσκολο να πέσουν κάτω του σημερινού διαφορικού επιπέδου, που βρίσκεται στο 150% (5,2% έναντι 2,1%).
Δεύτερον, οι αγορές, επίσης, ανά πάσα στιγμή μπορεί να επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος δανεισμού του δημοσίου, των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων μιας χώρας, αν υπάρξουν σοβαρές αλλαγές που αποσταθεροποιούν τη δημοσιονομική και διαρθρωτική της προσαρμογή.
Αυτό συνέβη στην Πορτογαλία την περίοδο 2015-2017, αν και οι αποδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων επανήλθαν προς το τέλος της περιόδου με επιτυχία στα χαμηλά επίπεδα που επικρατούσαν μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο.
Συνεπώς, χρειάζεται εγρήγορση ώστε να ακολουθείται ανά πάσα στιγμή σταθερή και αξιόπιστη οικονομική πολιτική.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό στη μετα-Μνημονιακή εποχή, η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα να αντισταθμίζει τυχόν αναταράξεις προερχόμενες από οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις που διαταράσσουν την επενδυτική εικόνα της χώρας.
Τρίτον, όπως η Ελλάδα, έτσι και η Πορτογαλία δεν φαίνεται να μειώνουν γρήγορα τα κόκκινα δάνεια, με την Ελλάδα να έχει, βεβαίως, τρεις φορές περισσότερα δάνεια σε καθυστέρηση ως ποσοστό της συνολικής αξίας των δανείων (45% έναντι 15%).
Το αποτέλεσμα είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας να είναι υποτονική και στις δύο χώρες, αν και στην Πορτογαλία η βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών των επιχειρήσεων είναι κάπως ταχύτερη.
Συνεπώς, είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς θετικά ότι οι χρηματοδοτικές συνθήκες στην ελληνική οικονομία θα βελτιωθούν άρδην μετά την έξοδο από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, ενώ θα περάσουν μάλλον αρκετά χρόνια πριν να συγκλίνουν οι χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων προς τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
Εξ ού και είναι εκ των ων ουκ άνευ η ταχεία αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και η ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας, που μπορεί να συνεπικουρηθεί και με την μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών ανοιγμάτων σε κεντρικούς φορείς (bad banks), σύμφωνα και με την σχετική πρόταση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πλαίσιο σχετικών κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρόταση που αξίζει να μελετηθεί ως συμπληρωματικό μέτρο στην ήδη δρομολογημένη προσπάθεια των τραπεζών για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.