Του ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΝΣΤΑ

Υπάρχουν 7 χώρες στην Ενωμένη Ευρώπη που δεν έχουν καθορισμένο ελάχιστο ποσό αμοιβής εργαζομένων, δηλαδή κατώτατο μισθό. Η συντριπτική ωστόσο πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών Κρατών έχουν θεσμοθετημένους, δημοκρατικούς και λειτουργικούς μηχανισμούς καθορισμού των ελάχιστων αμοιβών.

Σε ΟΛΕΣ όμως τις χώρες οι ελάχιστες αμοιβές προσδιορίζονται μετά από διαδικασίες, μελέτες, συγκρίσεις, έρευνες και κυρίως με βασικό κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

Οι αναγνώστες θα εκπλαγούν όταν πληροφορηθούν ότι η Ελλάδα έχει τον ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΚΑΤΩΤΑΤΟ μισθό στην Ευρώπη με βάση το κατά κεφαλή ΑΕΠ.

Ο δείκτης είναι απλός:

  • Στον αριθμητή μπαίνει ο διοικητικά καθορισμένος κατώτατος μισθός.
  • Στον παρανομαστή το -κατά κεφαλή- Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

Πριν από την αύξηση κατά +11% που ανακοίνωσε διθυραμβικά στο Υπουργικό Συμβούλιο ο Πρωθυπουργός, η Ελλάδα με βάση αυτό τον Δείκτη είχε τον δεύτερο υψηλότερο κατώτατο μισθό στην Ευρώπη, μετά τη Γαλλία.

Η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ανέβασε την Ελλάδα στην υψηλότερη θέση του βάθρου.

  • Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη κατώτατη αμοιβή στην Ευρώπη σε σύγκριση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Το παράδειγμα της Πορτογαλίας που επικαλείται διαρκώς η κυβέρνηση είναι χρήσιμο.

Στην Πορτογαλία από το 2014 μέχρι το 2017 οι κατώτατες αμοιβές αυξήθηκαν κατά +15%. Ακριβώς ίδια ήταν όμως και η αύξηση του Πορτογαλικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Ο κατώτατος μισθός στη Πορτογαλία εξακολουθεί να είναι μικρότερος από την Ελλάδα ενώ -έκπληξη!! – το πραγματικό, το διαθέσιμο εισόδημα των Πορτογάλων εργαζομένων είναι μεγαλύτερο των Ελλήνων, λόγω των χαμηλότερων εισφορών και φόρων στην εργασία.

Ουδείς αμφιβάλει ότι στην Ελλάδα οι κατώτατες αμοιβές έπρεπε να αυξηθούν. Είναι μια διαδικασία που έπρεπε να είχε ξεκινήσει από το 2017 και όφειλε να προσαρμοστεί σταδιακά στις δυνατότητες της οικονομίας.

Αυτό που ανακοίνωσε όμως ο Πρωθυπουργός την περασμένη Δευτέρα δεν έχει λογική.

  • Από αύριο το πρωί όλοι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες όλοι εκείνοι που απασχολούν από έναν έως 10 εργαζόμενους, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια ξαφνική βίαιη και απροσδόκητη αύξηση του λειτουργικού τους κόστους και των ταμειακών ροών.

Για κάθε υπάλληλο ηλικίας άνω των 25 ετών, ο εργοδότης πρέπει να πληρώνει 80 ευρώ επιπλέον για κάθε μήνα, κάτι που σημαίνει 1.120 ευρώ επιπλέον σε ετήσια βάση. Για τον υπάλληλο κάτω των 25 ετών, το πρόσθετο κόστος εκτοξεύεται στα 2.434 ευρώ ετησίως.

Είναι απλό: Πιθανότατα οι εργοδότες θα θελήσουν να περιορίσουν αυτό το κόστος, είτε απολύοντας είτε προσαρμόζοντας το ωράριο εργασίας

Η κυβέρνηση δεν τόλμησε να ανακοινώσει ταυτόχρονα με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους (και ειδικά των εργοδοτικών εισφορών που εξακολουθούν να υπολογίζονται με ποσοστό 25%) ώστε το οικονομικό βάρος από την αύξηση του κατώτατου μισθού να μοιραστεί ανάμεσα στους εργοδότες και τον προϋπολογισμό των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία έτσι κι αλλιώς θα εισπράξουν περισσότερα μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ.

Κάποιοι θα πουν ότι η κυβέρνηση σε αντιστάθμισμα για την αύξηση του κατώτατου μισθού, ανακοίνωσε μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων.

Η αλήθεια είναι ότι το  όφελος από τη μείωση του φόρου δεν αντισταθμίζει σε καμία περίπτωση το πρόσθετο εργοδοτικό κόστος που συνεπάγεται η αύξηση του κατώτατου μισθού.

  1. Το όφελος από τη μείωση του συντελεστή θα φανεί το 2020.
  2. Το πρόσθετο μισθολογικό κόστος θα το υποστούν και ζημιογόνες εταιρείες, οι οποίες δεν θα κερδίσουν τίποτα από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.

Από την Πρωτοχρονιά του 2020, έχει αποφασισθεί και ήδη ψηφίστηκε από τη Βουλή, η μείωση του αφορολογήτου ορίου. Για την ακρίβεια μειώνεται η έκπτωση φόρου από τα 1.900€ στα 1.250 ευρώ. Μόλις ισχύσει η μείωση του αφορολόγητου ορίου περιορίζεται αυτομάτως η αύξηση του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό από τα περίπου 54 € στα 15-20 ευρώ.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο εργοδότης θα εξακολουθήσει να πληρώνει 80 ευρώ επιπλέον για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με κατώτατο μισθό.

Με απλά λόγια, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν έγινε για να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση των εργαζομένων αλλά τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, μέσω παρακράτησης φόρου και των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών….