Toυ Ηλία Ε. Ξηρουχάκη* 

Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) είναι σήμερα μακράν ο σημαντικότερος κίνδυνος για την κεφαλαιακή βιωσιμότητα των Ελληνικών τραπεζών.

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (μέτοχος των τεσσάρων συστημικών τραπεζών αλλά και κατά το νόμο θεσμός που οφείλει να συνεισφέρει στη διατήρηση της σταθερότητας ελληνικού τραπεζικού συστήματος προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος) εξέτασε διεξοδικά από τα τέλη του 2017 μία σειρά από εναλλακτικούς τρόπους ανακούφισης των πιστωτικών ιδρυμάτων  από τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους. Τα βασικά κριτήρια επιλογής της κατάλληλης λύσης ήταν η από-αναγνώριση τους από τον ισολογισμό, η μηδενική επιβάρυνση του σταθμισμένου για κινδύνους ενεργητικού από τις ομολογίες υψηλής διαβάθμισης που τυχόν διακρατήσει η τράπεζα  και κυρίως η ελαχιστοποίηση  της επίπτωσης του αποσχιζόμενου ενεργητικού στην κεφαλαιακή τους βάση. Το σχήμα προς επιλογή έπρεπε επίσης να συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες έγκρισης από αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ και της ΕΚΤ ( Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού – DG Comp –  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM) ώστε να είναι εφαρμόσιμο και σχετικά άμεσα υλοποιήσιμο. Κατά το μάλλον ή ήττον όλα τα ανωτέρω ζητούμενα χαρακτηριστικά πληρούσε το, ήδη από το 2016 εφαρμοζόμενο στην Ιταλία πρόγραμμα τιτλοποίησης ΜΕΑ με εγγυοδοσία από το Δημόσιο (γνωστό με την τοπική ονομασία GACS). Το εν λόγω πρόγραμμα από αρχικής εφαρμογής του έως το τέλος του 2018 συνέβαλε στη δραστική μείωση των ΜΕΑ των ιταλικών τραπεζών κατά περίπου 46 δισ. €. Με τις κατάλληλες προσαρμογές του στα χαρακτηριστικά της  αγοράς και των αναγκών των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, το ΤΧΣ εισηγήθηκε το Νοέμβριο του 2018 στο ΥΠΟΙΚ και παρουσίασε στις τράπεζες ένα ολοκληρωμένο και κοστολογημένο πρόγραμμα κρατικής εγγύησης στοιχείων ενεργητικού με τιτλοποίηση (Hellenic Asset Protection Scheme) σχεδιασμένο και πλήρως προσαρμοσμένο στις συνθήκες της εγχώριας χρηματοπιστωτικής αγοράς. 

pastedGraphic.png

H συμμετοχή στο πρόγραμμα είναι εθελοντική και δίνει τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να μεταφέρουν χαρτοφυλάκια μη-εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε κατάλληλα οχήματα ειδικού σκοπού (το τίμημα είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί με όρους ελεύθερης αγοράς) τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την αγορά  των ΜΕΔ μέσω της έκδοσης τριών τάξεων ομολογιών (διαφορετικής διαβάθμισης αναφορικά στην προτεραιότητα αποπληρωμής), ενώ η εισπρακτική διαχείριση των χαρτοφυλακίων θα ανατεθεί σε ανεξάρτητες, εξειδικευμένες εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (του ν.4354/2015). Για να επιτευχθεί η απόαναγνώριση του μεταφερόμενου ενεργητικού απαιτείται η πώληση ικανού αριθμού ομολογιών σε τρίτους επενδυτές (με αποτιμήσεις αγοράς)  ενώ το Δημόσιο θα εγγυηθεί, λαμβάνοντας προφανώς το αντίστοιχο τίμημα (ασφάλιστρο κινδύνου υπό τη μορφή κουπονιού), τις ομολογίες ανώτερης διαβάθμισης (senior notes) αφού προηγουμένως αυτές έχουν λάβει την απαιτούμενη βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης από ανεξάρτητο αναγνωρισμένο διεθνή οίκο αξιολόγησης (ή υπό προϋποθέσεις από δύο). Τα δομικά στοιχεία της προτεινόμενης από το ΤΧΣ λύσης, θα εξεταστούν από την DG Comp προκειμένου να αποφανθεί αρμοδίως εάν το προτεινόμενο σχήμα είναι συμβατό με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί Κρατικών Ενισχύσεων, διασφαλίζοντας πως το τίμημα (δηλ. το κουπόνι),  που θα λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο για την παροχή εγγύησης,  θα είναι εύλογο, δίκαιο και σε συνθήκες αγοράς. 

Δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου δεν κατατάσσεται σε επίπεδα αντίστοιχα του Ιταλικού (δηλαδή δεν βρίσκεται καν σε επενδυτική βαθμίδα προς το παρόν), κάτι που επηρεάζει την αξιολόγηση κάθε εγχώριου οργανισμού/έκδοσης, είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση σε μια σειρά από εσωτερικούς παράγοντες του σχήματος  που έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της τελικής βαθμίδας αξιολόγησης των ομολογιών. Η συντόμευση, κατά το δυνατό, του απαιτούμενου χρόνου για την ρευστοποίηση τυχόν εξασφαλίσεων (εμπράγματων ή μη) συμπεριλαμβανομένων των πλειστηριασμών ακινήτων, η βελτιστοποίηση της εισπρακτικής αποτελεσματικότητας των εταιριών διαχείρισης, η πληρότητα των διαθέσιμων στοιχείων (δημογραφικών, εκτιμήσεων ακίνητης περιουσίας κλπ.)  αναφορικά σε κάθε χορήγηση προς μεταφορά, τα ελάχιστα απαιτούμενα ιστορικά δεδομένα ανακτησιμότητας  και η εκτιμώμενη  και αναμενόμενη ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων,  είναι  μερικοί μόνο από αυτούς τους κρίσιμους προσδιοριστικούς παράγοντες.   

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, το φιλόδοξο πλάνο μείωσης των ΜΕΑ που υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 στον SSM από τις συστημικές τράπεζες προβλέπει ότι στο τέλος του 2021, και παρά τις τεράστιες προσπάθειες που εκτιμάται πως θα καταβληθούν προς την κατεύθυνση αυτή, το ποσό , ceteris paribus,  των ΜΕΑ στο σύστημα αναμένεται να είναι 32,8 Δις € ή 21% επι του συνόλου των δανείων

Η εφαρμογή της λύσης αυτής προσφέρει μία πλειάδα από σημαντικά πλεονεκτήματα στα πιστωτικά ιδρύματα που θα επιλέξουν να συμμετάσχουν. Η δραστική μείωση του δείκτη ΜΕΑ, η περιορισμένη επίπτωση της μείωσης των ΜΕΑ στα εποπτικά τους κεφάλαιά (συγκριτικά με άλλες λύσεις όπως οι ήδη εφαρμοζόμενες πωλήσεις χαρτοφυλακίων), η δυνατότητα διακράτησης των ομολογιών υψηλής διαβάθμισης με μηδενική επίπτωση στο σταθμισμένο για κινδύνους ενεργητικό, η δυνατότητα διακράτησης μέρους των ομολογιών χαμηλότερης διαβάθμισης αποσκοπώντας σε μελλοντικό όφελος από την καλύτερη διαχείριση της ρευστοποίησης των μεταφερόμενων στοιχείων ενεργητικού από εξειδικευμένες εταιρείες αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών και των αποτιμήσεων  της αγοράς ακινήτων, είναι ενδεικτικά  μερικά εξ αυτών. Απαλλασσόμενες οι τράπεζες από τη θηλιά των ΜΕΔ,  θα εστιάσουν εκ των πραγμάτων στο να επιτελέσουν τον κρίσιμο διαμεσολαβητικό τους ρόλο, δηλαδή στην παροχή υγειών πιστώσεων και ρευστότητας σε φυσικά πρόσωπα και τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις. Εκτός των ήδη αναφερθέντων, η εφαρμογή του προτεινόμενου σχήματος, θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς ΜΕΔ δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενεργούς δευτερογενούς αγοράς για τα συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια. 

Πέρα από τα ιδιαίτερης σημασίας και έκτασης οφέλη που θα επιφέρει στην οικονομία η μείωση των ΜΕΔ, η το συντομότερο δυνατόν εφαρμογή της εν λόγω πρότασης του ΤΧΣ  αναμένεται να έχει και επιπρόσθετα σημαντικά πλεονεκτήματα όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για το Ελληνικό Δημόσιο. Η παροχή εγγύησης σε ένα τέτοιο σχήμα φαίνεται να αποτελεί τη βέλτιστη εναλλακτική για τη χρήση των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς μπορεί να αποδώσει πολλαπλασιαστικά στη μείωση των ΜΕΔ στο σύστημα δεδομένου πως, υπό προϋποθέσεις, δύναται να ανακουφίσει τις τράπεζες για το τριπλάσιο ή ακόμα και το τετραπλάσιο του ποσού εγγύησης (δηλαδή για κάθε 1 δισ. € εγγύησης το σύστημα μπορεί να απαλλαγεί από 3-4 δισ. € ΜΕΑ), εξυγιαίνοντας τα χαρτοφυλάκια και κατά συνέπεια τους ισολογισμούς τους. Εκτιμάται δε ότι η πιθανότητα κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου είναι περιορισμένη (δεδομένης της ποιότητας των υποκείμενων τίτλων στους οποίους θα απευθύνεται), ομοίως και ενδεχόμενες Δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτής.

pastedGraphic_1.png

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, το φιλόδοξο πλάνο μείωσης των ΜΕΑ που υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 στον SSM από τις συστημικές τράπεζες προβλέπει ότι στο τέλος του 2021, και παρά τις τεράστιες προσπάθειες που εκτιμάται πως θα καταβληθούν προς την κατεύθυνση αυτή, το ποσό , ceteris paribus,  των ΜΕΑ στο σύστημα αναμένεται να είναι 32,8 Δις € ή 21% επι του συνόλου των δανείων, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3% (σταθμισμένος μέσος όρος σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής με στοιχεία Σεπτεμβρίου 2018). Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει τη σημαντικότητα της υλοποίησης  του σχεδίου κρατικής εγγύησης στοιχείων ενεργητικού με τιτλοποίηση (Hellenic APS) που έχει εισηγηθεί το ΤΧΣ. Υποθέτοντας συμμετοχή στο σχήμα ύψους 15 Δις € περίπου έως το τέλος του 2021, το αντίστοιχο ποσοστό θα μειωθεί στο 12,6% προσεγγίζοντας πολύ ταχύτερα το μακρόπνοο στόχο των μονοψήφιων επιπέδων ΜΕΑ στο σύστημα.   

Έχοντας  ήδη σπάσει το φράγμα της μίας δεκαετίας σε κρίση και (πραγματική) ύφεση, οι επιχειρήσεις, οι πολίτες, οι τράπεζες και η εθνική οικονομία εν γένει φαίνεται να έχουν προ πολλού  εξαντλήσει τις αντοχές τους σε κάθε επίπεδο. Οι προτάσεις τόσο του ΤΧΣ που αναλύθηκε παραπάνω όσο και της ΤτΕ (μία πολύ ενδιαφέρουσα και ριζοσπαστική λύση που  αποσκοπεί πρωτίστως στην αξιοποίηση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων – Deferred Tax Credits για τη δραστική μείωση των ΜΕΔ) αποτελούν αδιαμφισβήτητα δύο από τις πολύ λίγες διαθέσιμες (ίσως και τις μοναδικές) και εφαρμόσιμες λύσεις που συμβαίνει να είναι από κάθε άποψη και συμπληρωματικές. Είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, προς το συμφέρον της χώρας να αξιοποιηθούν στο έπακρο το συντομότερο δυνατόν.

*O κ. Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ταμείο.